Με δέος, σεβασμό, βαθιά συγκίνηση, αλλά και ενοχές στεκόμαστε κάθε χρόνο μπροστά στην Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Συγκλονισμένοι από το αποτρόπαιο έγκλημα της εξόντωσης εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων, που το μοναδικό τους έγκλημα ήταν η θρησκευτική και φυλετική τους ταυτότητα. Και ντροπιασμένοι για τη σιωπή μας τόσα χρόνια.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η μνήμη του Ολοκαυτώματος έμενε κλεισμένη στο εσωτερικό της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας και των οικογενειών των θυμάτων. Με θρησκευτικά μνημόσυνα σε μικρούς και στενούς κύκλους, με τους ελάχιστους επιζώντες να κάθονται στις τιμητικές πρώτες σειρές και με τις οικογένειες να κλαίνε βουβά για τους δικούς τους που δεν γύρισαν ποτέ.
Έτσι το Ολοκαύτωμα παρέμενε μια υπόθεση καθαρά εβραϊκή, με την πολιτεία απούσα και την κοινωνία σχετικά αδιάφορη. Τα στερεότυπα ενός πρωτόγονου αντισημιτισμού και μιας διάχυτης εβραιοφοβίας, που ήταν εδραιωμένα σε ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής του τόπου, λειτουργούσαν αποτρεπτικά απέναντι στην αποδοχή της αλήθειας πως το Ολοκαύτωμα δεν αφορά μόνο τους Εβραίους, αλλά όλους μας.
Υπάρχουν δύο φράσεις του Πρίμο Λεβί, που επιβίωσε από το Άουσβιτς, οι οποίες από μόνες τους αποδομούν κάθε επιχείρημα που προσπαθεί να θεμελιώσει την άποψη πως το Ολοκαύτωμα δεν μας αφορά.
Ο Πρίμο Λεβί περιγράφει με αυτόν τον ανατριχιαστικό τρόπο τη βουβή είσοδο των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης: «Όταν μπήκαν οι πρώτοι Ρώσοι στρατιώτες στο στρατόπεδό μας, δεν χαιρετούσαν, δεν χαμογελούσαν. Έδειχναν συντετριμμένοι, όχι μόνο από οίκτο, αλλά και από ένα συγκεχυμένο αίσθημα αμηχανίας, που σφράγιζε τα στόματά τους και αλυσόδενε το βλέμμα τους μπροστά σε αυτό το μακάβριο θέαμα. Ήταν η ίδια ντροπή, η τόσο γνώριμη σε εμάς».
Και αλλού δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα για τους εγκληματίες φύλακες και εκτελεστές του στρατοπέδου: «Τα τέρατα υπάρχουν, αλλά είναι λίγα για να είναι επικίνδυνα. Οι πιο επικίνδυνοι είναι οι απλοί υπάλληλοι, πρόθυμοι να πιστέψουν και να δράσουν χωρίς να ρωτήσουν τίποτα».
Αυτές οι δύο φράσεις από μόνες τους θέτουν σε συνεχή δοκιμασία την ηθική μας συνείδηση. Υπενθυμίζοντας πως κανείς δεν είναι προφυλαγμένος απέναντι στη βαρβαρότητα, ειδικά όταν αυτή υλοποιείται από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που οργανωμένα και μεθοδικά εκτελούν ένα σχέδιο εξόντωσης εκατομμυρίων αθώων, επειδή απλά έχουν πεισθεί για την ενοχή τους.
Αυτές οι δύο φράσεις μας απαγορεύουν να στεκόμαστε ουδέτεροι και αμέτοχοι. Μας ζητούν να γινόμαστε ασπίδα απέναντι στη ρητορική μίσους και ανάχωμα απέναντι στην επέλαση της ρατσιστικής και ξενοφοβικής ιδεοληψίας.
Σήμερα η Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος δεν αποτελεί μόνο την πιο οδυνηρή κληρονομιά του περασμένου αιώνα και το πιο άγριο αποτύπωμα ενός ασύλληπτου σε μέγεθος και μεθοδολογία προμελετημένου εγκλήματος. Αποτελεί την πιο ακραία απόδειξη για το που μπορεί να μας οδηγήσει η εύκολη και μαζική υιοθέτηση στερεοτύπων και ιδεοληψιών.
Αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη για το που μπορεί να μας οδηγήσει η σιωπή, η ανοχή, και η αδιαφορία, μπροστά στο τέρας του μίσους, όταν αυτό δεν κοιτάζει εμάς τους ίδιους στα μάτια.
Στο χθεσινό της άρθρο η Νεκταρία Μαραγιάννη, διερωτάται αν υπάρχουν ανθρώπινες λέξεις για να περιγράψουν το Ολοκαύτωμα; Αν θα μπορούσαν να αποδοθούν με λέξεις όσα ένιωθαν εκείνοι που στοιβάζονταν σε ένα βαγόνι με προορισμό τον αφανισμό τους, και ποιες εικόνες έχουν όσοι κατάφεραν και επέζησαν;
Αν μπορούν τα κείμενα και οι μαρτυρίες να ξορκίσουν το έγκλημα που διαπράχθηκε και που είναι η δικαιοσύνη σε όλο αυτό; Όχι μόνο για τη φύση του εγκλήματος, αλλά και για τα υπολείμματα σωμάτων που δεν θρηνήθηκαν από αγαπημένα πρόσωπα, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, καθότι κι εκείνοι αφανίστηκαν.
Μπορεί να μην υπάρχουν ανθρώπινες λέξεις να περιγράψουν το Ολοκαύτωμα. Όμως υπάρχουν χιλιάδες λέξεις για να περιγράψουν τις καθημερινές μάχες που οφείλουμε να δίνουμε απέναντι στους λαϊκιστές που χρησιμοποιούν το μίσος και την εχθροπάθεια σαν πολιτικά εργαλεία, στους επικίνδυνους αρχηγούς των ομάδων που επιβάλουν και νομιμοποιούν διαχωριστικές γραμμές και σε όσους ιδεολογικοποιούν τις φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις προσφέροντας ένα «ηθικό» εφαλτήριο καταπάτησης της αυτοδιάθεσης, της ισονομίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.