Ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο πολλοί, πάρα πολλοί θεωρούν ότι υπάρχει απόπειρα συγκάλυψης στην περίπτωση της τραγωδίας των Τεμπών είναι ότι οι ίδιοι πολλοί έχουν την πεποίθηση ότι οι υπουργοί παραμένουν «ανεύθυνοι» ό,τι και αν πράττουν, ό,τι και αν συμβεί κατά τη θητεία τους στα υπουργεία.
Εξίσου ζωηρή είναι η γνώμη των πολλών ότι οι ευθύνες όσων διορίζονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις σε διαφορετικά επίπεδα και σε κάθε «γωνιά» της απέραντης κρατικής μηχανής, τελικά, την κρίσιμη στιγμή, συγκαλύπτονται και αυτές.
Οι ίδιοι πολλοί πολίτες αγανακτούν επειδή οι ως άνω πολιτικοί και όσοι τους υποστηρίζουν στη διοίκηση της κρατικής μηχανής, δεν τους αποκάλυψαν, ως όφειλαν και υπ’ αυτή την έννοια «συγκάλυψαν», το αντικειμενικό γεγονός ότι οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι έχουν ακόμη, μετά από 30 χρόνια έργων και δαπανών, συγκεκριμένα και σοβαρά προβλήματα ασφάλειας.
Κάτι δεν πάει (καθόλου) καλά στο απέραντο «βασίλειο» του κράτους της Δημοκρατίας μας.
Είναι καιρός να δεχτούμε ότι όλοι όσοι κατέχουν κυβερνητικές θέσεις έχουν άμεση, πλήρη και πραγματική ευθύνη διοίκησης. Όταν ορκίζεται ο υπουργός γνωρίζει και αποδέχεται ότι θα διατρέξει κατά τη θητεία του όλους τους κινδύνους που συνδέονται με την κατάσταση του κράτους.
Ο υπουργός έχει πλήρη διοικητική ευθύνη γιατί είναι «on top». Προφανώς, η ευθύνη του υπουργού Μεταφορών σε αυτή την τραγωδία είναι απολύτως διακριτή από εκείνη του μοιραίου σταθμάρχη. Θα το επιβεβαιώσει και η Δικαιοσύνη όταν της δοθεί ο χρόνος που απαιτεί για να δικάσει με βαρύτητα και ακρίβεια.
Οι πολιτικοί που σπεύδουν να παραλάβουν το χαρτοφυλάκιό τους, πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κριθούν αυστηρά, πολύ αυστηρά, αν δεν ασκήσουν τα καθήκοντά τους με απόλυτη αυστηρότητα προς όσα ορίζει η δια νόμου αρμοδιότητά τους και ότι, ενδεχομένως, οι πολίτες, ατομικά και συλλογικά, θα τους ελέγξουν με κάθε νόμιμο τρόπο. Η κάλπη δεν ξεχρεώνει.
Υποχρεωθήκαμε, σ’ αυτή την πατρίδα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια να περιορίσουμε την ευθύνη των υπουργών επειδή τα διαπλεκόμενα συμφέροντα βρίσκουν πολλούς δρόμους για να εμποδίσουν την ορθολογική άσκηση των υπουργικών ευθυνών. Ορθώς. Φθάσαμε όμως στο άλλο άκρο: να έχουμε, πολύ συχνότερα από κάθε έννοια χρηστής διοίκησης, «ανεύθυνους» επικεφαλής στην εκτελεστική εξουσία.
Το παράδειγμα με την περίφημη σύμβασης 717, που έχει γίνει σημαία όλων των δημόσιων έργων στο σιδηρόδρομο, είναι χρήσιμο.
Η Βουλή διαθέτει, για παράδειγμα, τη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου, η οποία είναι «αρμόδια επί θεμάτων του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών» και άλλων «παραγωγικών» υπουργείων. Θα όφειλε, ίσως και με τον ορισμό ειδικής υποεπιτροπής για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, να ενημερώνεται και να ερευνά, να παρακολουθεί και να ελέγχει την πρόοδο της «717» και όλων των άλλων έργων που συνδέονται με τους σιδηροδρόμους.
Δυστυχώς, και αυτή όπως και οι άλλες βουλευτικές επιτροπές ασχολούνται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα με τα νομοσχέδια που φέρνει το εκάστοτε υπουργείο. Ακόμη και αυτό το κάνει με βιασύνη, με εύρος συζήτησης προκαθορισμένο από τις διατάξεις του σχεδίου νόμου και με ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης επί της ουσίας.
Δυστυχώς, οι βουλευτές δεν έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν ειδικές συζητήσεις, να καλέσουν ειδικούς, να πάνε σε βάθος των ζητημάτων και, τελικά, να ελέγξουν τους υπουργούς και την κυβέρνηση. Η ενημέρωσή τους παραμένει χαμηλού επιπέδου και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος συγκρατείται από το χαλινάρι των εκτελεστικών αρχών της κυβέρνησης.
Αλλά και οι πολίτες και οι επαγγελματικές οργανώσεις και οι επιχειρήσεις και οι ειδικοί, επιστήμονες και τεχνοκράτες, δεν έχουν τη δυνατότητα να ενημερώσουν και να διατυπώσουν την υπεύθυνη γνώμη τους.
Η ασάφεια εξυπηρετεί τελικά την ανευθυνότητα. Την πολιτική και, δυστυχώς, την εκτελεστική δηλαδή την υπουργική. Είναι καιρός να βρεθούν αντιμέτωποι οι υπουργοί με τους κινδύνους που δημιουργούν τα λάθη τους. Χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση. Οι ευθύνες τους δεν μπορούν να συγκαλύπτονται από τη συλλογική ψήφο εμπιστοσύνης προς τη διακυβέρνηση.