Η ευρωπαϊκή οικονομία πάει στον πόλεμο

Δεν είναι μόνον τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ που σκοπεύει να δανειστεί η Ευρωπαϊκή Οικονομία για να ενισχύσει την άμυνά της. Είναι ότι η Γερμανία αποφάσισε να αλλάξει έναν μέχρι πρότινος «χρυσό κανόνα» σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν η ελλειμματική διαχείριση των κρατικών οικονομικών πραγμάτων, γνωστός και ως «φρένο χρέους».

Πρόκειται για μιαν (ακόμη) επιστροφή στις σκέψεις και παροτρύνσεις του μεγάλου Τζον Μάυναρντ Κέυνς όπως είχαν διατυπωθεί στην περίφημη ομιλία του με τίτλο «Το τέλος του Laissez-Faire» το 1926. Τότε, εν μέσω σφοδρότατων αντιδράσεων των ορθόδοξων φιλελευθέρων, εισήχθη η ιδέα της ελλειμματικής χρηματοδότησης κρατικών δαπανών.

Και όπως συχνά συμβαίνει με τους Γερμανούς, όταν παίρνουν μια νέα κατεύθυνση, το παρακάνουν. Ο επόμενος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς εξηγεί ότι σκοπεύει να ξοδεύσει μέχρι 1.800 δισεκατομμύρια ευρώ για να ενισχύσει την πολεμική βιομηχανία, τον στρατό και τις δημόσιες υποδομές.

Επιπλέον, όπως είναι απαραίτητο σε τέτοια προοπτική, ο υιοθετημένος κανόνας δημοσιονομικής λιτότητας, λόγω της εμμονικής επιμονής των Γερμανών στις αρχές της δεκαετίας του ’90 που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ μέσω της οποίας δημιουργήσαμε την Ευρωζώνη, θα τεθεί σε κοιτίδα κρυοδιατήρησης.

Τα κράτη του ευρώ θα μπορέσουν να αυξήσουν το δημόσιο χρέος τους, αφαιρώντας μέρος των αμυντικών τους δαπανών από τον υπολογισμό του κρατικού ελλείμματος. Θα ξοδέψουν δηλαδή περισσότερα από όσα εισπράττουν μέσω των φόρων.

Όπως ήταν αναμενόμενο τα Χρηματιστήρια, που είχαν αρχίσει να νοιώθουν πολύ άσχημα με τις φανταιζί παρεμβάσεις του προέδρου Τραμπ, ανέκαμψαν αμέσως και ζωηρά. Η ανάκαμψη των οικονομικών της Ζώνης είναι πλέον ορατή στο αμέσως προσεχές διάστημα, εκτιμούν οι περισσότεροι επενδυτικοί οίκοι.

Το σπουδαιότερο καλό νέο φαίνεται στην ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο. Το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα παρέμεινε σταθερό κατά τις αρχικές επιθετικές ενέργειες της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ και, τις τελευταίες ημέρες κερδίζει έναντι του δολαρίου. Από 1,03 δολάρια που χρειαζόντουσαν οι κάτοχοι του αμερικανικού νομίσματος για να αγοράσουν ένα ευρώ, χρειάζονται τώρα 1,09 δολάρια. Οι οργανισμοί διαχείρισης κινδύνων (hedge funds) βλέπουν ότι η ισοτιμία μπορεί να φθάσει, σε έξι μήνες από τώρα, μέχρι και στο 1,20 δολάρια, όταν μάλιστα πριν λίγο καιρό έβλεπαν το εντελώς αντίθετο, δηλαδή πτώση του ευρώ σε 95 σέντς του δολαρίου.

Που σημαίνει, για να το κρατήσουμε απλό, ότι οι αγορές βλέπουν με καλό μάτι τις πολεμικές προετοιμασίες των Ευρωπαίων. Θα ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα αν αυτό δεν συνέβαινε. Στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008-2010 και ακολούθως της ελληνικής κρίσης χρέους το 2010-2012, οι αγορές είχαν κρατήσει εχθρική στάση και όλα ήσαν πολύ δυσκολότερα.

Άρα, η Ευρώπη προσπαθεί να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται και το κάνει με σύμμαχο τις αγορές. Το καλό κλίμα θα φέρει μαζί με τις δημόσιες και πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις, δημιουργώντας ακόμη καλύτερη βάση σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι ενδεχόμενες πολιτικές επιπτώσεις αυτής της μεταστροφής μόνον θετικές μπορεί να είναι αφού τα εισοδήματα των πολιτών θα σταθεροποιηθούν, χωρίς μάλιστα να αναμένονται δυσάρεστες επιπτώσεις στο μέτωπο των τιμών.

Αυτό είναι το τελευταίο και πολύ σημαντικό καλό νέο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκοψε άλλο ένα τέταρτο της μονάδας από το βασικό επιτόκιο του ευρώ, κάτι που υποστήριζαν οι «αισιόδοξοι» μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας. Πρόκειται για επίδειξη εμπιστοσύνης στη νομισματική σταθερότητα του ευρώ αλλά και για έμμεση υποστήριξη της στροφής των Ευρωπαίων προς μια δημοσιονομικά υποστηριζόμενη στροφή προς περισσότερη χρηματοδότηση μέσω δανεισμού.

Είναι κρίμα που η Ελλάδα δεν μπορεί να συμμετάσχει όσο θα το επιθυμούσε στη νέα αυτή κατάσταση των πραγμάτων. Δεν έχουμε καμία δυνατότητα επέκτασης του κρατικού χρέους για δύο λόγους: ο ένας είναι ότι παρά τη μείωση του δημόσιου χρέους (σε αναλογία προς το ΑΕΠ) τα τελευταία τρία χρόνια, η Ελλάδα παραμένει χώρα υψηλού χρέους και στην πιο χαμηλή βαθμίδα αξιόχρεου (στην οποία μάλιστα ελπίζουμε να μας τοποθετήσει και η Μoodys). O άλλος λόγος είναι ότι η Ελλάδα δανείστηκε περισσότερα από όσα χρειαζόταν με το ξέσπασμα της πανδημίας, αν και το έπραξε εντός ορίων, με αποτέλεσμα να μην διαθέτουμε τώρα το περιθώριο νέου δανεισμού.

Υπάρχει όμως οδός διαφυγής. Οι τράπεζες, έχοντας επιστρέψει, μετά από τόσα χρόνια, σε πεδίο κερδοφορίας, μπορούν να δανειστούν και να δανείσουν. Επιπλέον, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, που έχουν πλέον και πολύ καλύτερα οικονομικά μπορούν να δανειστούν ευκολότερα. Αρκεί να έχουν στιβαρά και κερδοφόρα επενδυτικά σχέδια.

Όλα αυτά καλά είναι, αλλά η επιστροφή του πολιτικού κινδύνου στο προσκήνιο μπορεί να αφήσει την Ελλάδα εκτός παιγνίου.  Για μιαν ακόμη φορά ο πόλεμος θα είναι εμφύλιος.