Η καταρράκωση της κατανάλωσης

Δαπανούμε, κατά μέσο όρο, ως νοικοκυριά, πάνω από 1.600 το μήνα για διάφορες αγορές. Που σημαίνει ότι το εισόδημά μας δεν είναι όσο μικρό δείχνουν τα τηλεοπτικά «ρεπορτάζ αγοράς». Η δαπάνη αυτή αυξήθηκε σταθερά τα τρία προηγούμενα χρόνια, από το χαμηλό, κυρίως λόγω της πανδημίας, των 1.300 ευρώ του 2020. Όμως, το 2020 ξοδέψσαμε τα 2/3 όσων ξοδεύαμε το 2008, που ήταν η τελευταία καλή χρονιά μετά την είσοδό μας στην ευρωζώνη.

Οι συνήθειες άλλαξαν, αρχικώς λόγω της κρίσης, που καταφέραμε να κρατήσει μια δεκαετία και τώρα λόγω του πληθωρισμού που γέννησε την ακρίβεια. Για παράδειγμα, το 2022 μειώσαμε στο μισό όσα δίναμε για ρουχισμό και για «διαρκή» αγαθά το όμορφο 2008. Περιορίσαμε κατά 32% τις δαπάνες «αναψυχής», 30%, τα καφενεία κι εστιατόρια, 25% μετακινήσεις και τηλέφωνα.

Όταν έχεις κόψει σε αυτές τις κατηγορίες δαπάνης σημαίνει ότι τα περιθώρια να κόψεις στα «βασικά» είναι μικρότερα. Πράγματι, τα έξοδα «διατροφής» μειώθηκαν κατά 4% αλλά στην πραγματικότητα του πληθωρισμού των τροφίμων, που χτύπησε σφοδρά το προηγούμενο έτος, οι ποσότητες πρέπει μειώθηκαν εντυπωσιακά. Το ίδιο και με τις δαπάνες «στέγασης», κυρίως λόγω των ανατιμήσεων της ενέργειας. Υπάρχουν όμως δύο πολύ ευαίσθητες δαπάνες, υγεία και εκπαίδευση, που επίσης μειώθηκαν κατά 15%.

Θα προσέξατε επίσης ότι τα χρήματα που αφήνουμε στην τράπεζα συνεχίζουν να μαζεύονται. Σίγουρα δείχνει αυτό ότι οι πάρα πολλοί, συγκριτικά, που έχουν δουλειά κάνουν καλύτερο κουμάντο. Σημαίνει όμως επίσης ότι  φοβούνται περισσότερο πως ο πληθωρισμός θα διαρκέσει ακόμη πολύ. Και ακόμη ότι δεν υπολογίζουν πλέον σε δάνεια για την απόκτηση ακριβότερων αγαθών. Λογικό αφού και οι τράπεζες άλλαξαν, επιτέλους, τροπάρι και ζητούν να βάλεις τουλάχιστον το 1/3 με 1/5 για να σου δανείσουν τα υπόλοιπα.

Το άλλο που αλλάζει συνεχώς μετά τον Covid είναι το ποσοστό όσων μένουν στο νοίκι, προφανώς στις πόλεις και όχι στην επαρχία. Στην Ελλάδα 8/10 έχουν δικό τους σπίτι. Στις πόλεις (περισσότερο στις μεγάλες) σύντομα θα δούμε 1 στα 3 νοικοκυριά να νοικιάζουν την κατοικία τους, ενώ η αναλογία ήταν 1 στα 5.

Από την άλλη βεβαίως ο ελληνικός πληθωρισμός δείχνει γρήγορη αποκλιμάκωση. Σε άλλη περίπτωση, το ούτε 2,5% του πληθωρισμού που έδειξε η Eurostat θα ήταν θρίαμβος. Πλην όμως, ο σίγουρα ηπιότερος ρυθμός αύξησης των τιμών στα τρόφιμα, που «περιορίζεται» στο 8% (όταν προ ολίγου επέμενε στο 12%+) δεν αποτελεί ισχυρό σημείο στήριξης της ελπίδας πως το επίπεδο ακρίβειας στη διατροφή θα σταματήσει κάπου εδώ.

Η αντιμετώπιση της ακρίβειας στη διατροφή είναι βεβαίως το πολιτικά (και ουσιαστικά) ευαίσθητο στοιχείο του οικογενειακού προϋπολογισμού. Το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού δαπανά (στατιστικά) για τρόφιμα 34 σε κάθε 100 ευρώ, ενώ το πλουσιότερο 14 ευρώ στα εκατό. Με δύο λόγια, μπορεί οι εκλογές, να είναι μακριά ακόμη αλλά ούτε και η νίκη επί του πληθωρισμού είναι κοντύτερα. Αρα όλα θα κριθούν στο πεδίο ανασφάλειας στην καθημερινή διαβίωση, αφού το μοντέλο του «γιομάτου τραπεζιού» των πολλών οικονομικά ευάλλωτων νοικοκυριών καταρρακώνεται.

Απέναντι σε αυτή την προοπτική κι επειδή η κρίση με τα τρόφιμα έχει πλέον διαρθρωτικά χαρακτηριστικά υπάρχει μια μόνον ασφαλής λύση: να δουλέψουν όλοι όσοι σήμερα δηλώνουν άνεργοι. Δε θα σταματήσω να το υπενθυμίζω. Τα επιδόματα ανεργίας σε συμπολίτες που απορρίπτουν τόσο συστηματικά τις πολλές ευκαιρίες δουλειάς, που είναι πραγματικές όπως δείχνει η έλλειψη χεριών, πρέπει να σταματήσουν. Αυτά, μαζί με τα διάφορα pass για τα χαμηλά εισοδήματα, που στηρίζονται σε μη πραγματικά φορολογικά κριτήρια, δημιουργούν τεράστια στρέβλωση. Μπορεί οι επιδοτήσεις να βοήθησαν τον «στιβαρό Μητσοτάκη» να κερδίσει τις προηγούμενες εκλογές, είναι όμως εξαιρετικά πιθανόν το ίδιο αυτό «χαρμάνι» να θρέψει τον λαϊκισμό του ψευδούς εντυπωσιασμού που πλασάρει ο «killer Stefanos».