Ένας άνθρωπος, ακόμη και υπουργός, δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί ενώπιον Θεού και Ανθρώπων, βεβαίως αλλά στη βάση των Νόμων της Πολιτείας. Γιατί δηλαδή όταν αυτό ζητά ο Τριαντόπουλος, οι αντιπολιτεύσεις επιμένον να προηγηθεί η βασανιστική ανάκριση από τους εκπροσώπους της; Προφανώς, γιατί θα χαλάσει η σούπα ή κοινώς θα χάσουν την ευκαιρία ενός ατελείωτου show.
Όλα γίνονται για τις εντυπώσεις. Να πάει και να μη γυρίσει η ουσία. Δηλαδή είχαμε λάθος όλοι εμείς, που λέγαμε, χρόνια τώρα να πηγαίνουν αμελλητί στον δικαστή οι υπουργοί που θα κριθούν και γιατί νομίζουν ότι έχουν δίκιο, τώρα, γιατί έτσι βολεύει, όλοι εκείνοι, που θυμώνουν επειδή χάνουν την ευκαιρία αντιπολιτευτικής γυμναστικής.
Ο κανόνας, όπως τον θύμησαν σε όλους μας εμφατικά και γοερά οι χιλιάδες των ανθρώπων, είναι ότι και οι υπουργοί, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι οφείλουν να προσέρχονται με σεβασμό και το ταχύτερο μπροστά στον «φυσικό δικαστή». Αν συμφωνούμε σε αυτό, τότε, οι αιτιάσεις περί του τύπου των νομικών διαδικασιών μεταξύ Κοινοβουλίου και Δικαστών έχουν μηδαμινή αξία.
Έχει κανείς κάποια αμφιβολία ότι ο Τριαντόπουλος, ο οποίος πρόκειται να εξεταστεί ως αθώος και όχι ως κατηγορούμενος -μη το ξεχνούμε και αυτό- έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει την άμεση και κατά το δυνατόν ταχύτερη εξέταση όσων του καταμαρτυρούν εκείνοι που κατέθεσαν την αίτηση δίωξης σε βάρος του; Εκείνων την καταγγελία απέστειλε στη Βουλή, ως όφειλε, ο δικαστής της Λάρισας, ο οποίος παρέλαβε το αίτημα των πολιτών που αναζητούν απόδοση Δικαιοσύνης. Αν δεν υπήρχε η ειδική διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος, θα είχε ήδη παραπεμφθεί ο Τριαντόπουλος στο δικαστικό συμβούλιο.
Αυτό θα γίνει τώρα. Η πρόταση του Νίκου Αλιβιζάτου (Καθημερινή 9/2/2025) «θα μπορούσε να συμβάλει στην εκτόνωση του τοξικού κλίματος, χωρίς να παραβιασθεί στο παραμικρό το γράμμα του άρθρου 86 του Συντάγματος, ούτε και του νόμου 3126/2003 για την ποινική ευθύνη των υπουργών» σημείωνε ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Απατώνται όσοι ενδεχομένως υποψιάζονται τον Αλιβιζάτο ότι θέλει να διευκολύνει τον Μητσοτάκη. Ο οξύνους καθηγητής εξηγούσε μάλιστα με συγκεκριμένα επιχειρήματα ολόκληρη τη διαδικασία. Όπως έγραψε «πίσω από τη συσσωρευμένη ένταση των ημερών βρίσκεται η αναξιοπιστία των κυβερνώντων. (Αλλά) για να μην εξελιχθεί σε απαξίωση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, επείγει να εκτονωθεί η κρίση εμπιστοσύνης».
Η εν τοις πραγμάσι κατάργηση των δολιχοδρομήσεων και η παρεμπόδιση των παιγνίων εξουσίας με ταυτόχρονη «σχολαστική τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών» ο κ. Αλιβιζάτος πρότεινε την ακόλουθη διαδικασία. «Προτού η υπόθεση φθάσει στο ακροατήριο του ειδικού δικαστηρίου θα την αναλάβει το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο, που επίσης προβλέπεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος. Αποτελούμενο από τρεις αρεοπαγίτες και δύο συμβούλους Επικρατείας, δηλαδή από πέντε κατά τεκμήριο έμπειρους δικαστές, το συμβούλιο αυτό θα ορίσει έναν αρεοπαγίτη-μέλος του ως ανακριτή. Βάσει του πορίσματος του τελευταίου, θα εκδώσει εν συνεχεία βούλευμα με το οποίο θα μπορεί να απαλλάξει όσους από τους εγκαλούμενους φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος τους και θα παραπέμψει στο ακροατήριο του 13μελούς υπουργοδικείου τους υπόλοιπους.»
Το «μυστικό», στο οποίο οφείλει μια καθαρή απάντηση η κυβερνητική πλειοψηφία, είναι να υπάρξει υπεύθυνη, πολιτικά, δέσμευση ότι όσα ζητεί, σήμερα, ο Τριαντόπουλος θα εφαρμοστούν και σε όσες άλλες περιπτώσεις: («υπουργούς, συνεργάτες και υφισταμένους τους, για τους οποίους υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους ενέχονται, άμεσα ή έμμεσα, στην τραγωδία των Τεμπών».
Κατανοώ ότι άνθρωποι όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου και άλλοι εξέχοντες δικηγόροι-βουλευτές των αντιπολιτεύσεων θα χάσουν ανεπανάληπτες ευκαιρίες να διαπρέψουν στο παλκοσένικο της Προανακριτικής. Προέχει όμως η δίκαιη κρίση του υπό κατηγορίαν, ο κατευνασμός που απαιτεί η δικαστική κρίση και, τελικά, η κατά το δυνατόν συντομότερη έναρξη του κύκλου απόδοσης Δικαιοσύνης.
Από την άποψη αυτή, οι συγγενείς που διαμαρτύρονται, καθοδηγούμενοι από δικηγόρους και κομματικούς παράγοντες, θα έπρεπε να εκλαμβάνουν ως νίκη τους την τόσο κραυγαλέα οπισθοχώρηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην πραγματική πίεση που άσκησαν οι χιλιάδες λαού που συγκεντρώθηκαν για να τους υποστηρίξουν. Μάλλον, ορισμένοι εξ αυτών, ιδίως οι πιο προβεβλημένοι μεταξύ τους, δεν δίνουν, πλέον, και τόση σημασία στη διεξαγωγή της δίκης. Κρίμα...