Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, κάθε αύξηση αμοιβής πρέπει να ανταποκρίνεται, με κάποια αναλογία, στην ανάλογη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αν αυτό ήταν το μέτρο για να υπολογίσουμε ποια προσαρμογή πρέπει να γίνει στις αμοιβές, θα δικαιολογείτο μόνον ένα μικρό ποσοστό βελτίωσης και σε πολλές περιπτώσεις καμία βελτίωση. Πλην, όμως, τα πράγματα στις κοινωνίες δεν πάνε έτσι. Ειδικά στη δική μας περίπτωση.
Κυρίως επειδή άλλο η παραγωγικότητα και άλλο ο πληθωρισμός. Η βελτίωση της παραγωγικότητας εξαρτάται από τους επιχειρηματίες. Όταν δεν τα καταφέρνουν, το έλλειμμα στις συναλλαγές με άλλες οικονομίες μεγαλώνει και, τελικά, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας πάει «φούντο».
Ο πληθωρισμός από την άλλη είναι ασθένεια του νομίσματος και «μολύνει» τα πάντα και τους πάντες. Νόμισμα πολλών άλλων κρατών, το ευρώ, εξισορροπεί, λίγο-πολύ στο ίδιο επίπεδο τιμών μεταξύ των μελών της νομισματικής ζώνης.
Η ποσότητα του νομίσματος, δηλαδή το πόσα χρήματα θα βάλουμε τελικά στην τσέπη, εξαρτάται από τους επιχειρηματίες. Αν και όχι ακριβώς. Κάτω από ένα επίπεδο αμοιβής, οι άνθρωποι εξαθλιώνονται, η ζήτηση για εργασία απομειώνεται και, κυρίως, περιορίζεται η ικανότητα των εργαζομένων να καταναλώσουν, άρα να έχουν δουλειά οι επιχειρήσεις. Μεταξύ όλων αυτών βρίσκεται τελικά ένα κάποιο επίπεδο ισορροπίας.
Κάπου εκεί παρεμβαίνει το κράτος. Ρυθμίζει τον βασικό μισθό και δίνει το σύνθημα, μέσα απ’ αυτή την παρέμβαση, για την αναπροσαρμογή όλων των αμοιβών. Όσες επιχειρήσεις δεν «βγαίνουν», πρέπει να κάνουν κάτι για να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Αν δεν το κάνουν, θα ρίξουν το παραπανίσιο κόστος της εργασίας στις τιμές τους. Αν ο ανταγωνισμός λειτουργεί, κάποιες επιχειρήσεις δεν θα αντέξουν και, σύντομα, θα βγουν από την αγορά, δηλαδή θα κλείσουν. Επειδή όμως η αγορά βλέπει τα κενά και τα εκμεταλλεύεται ταχύτατα, τη θέση όσων κλείνουν παίρνουν κάποιοι άλλοι. Όσοι έχουν καλύτερη παραγωγικότητα, δηλαδή, κατά κανόνα, μεγαλύτερες και, επίσης κατά κανόνα, διεθνείς, οι γνωστές πολυεθνικές, επιχειρήσεις.
Τι μπορεί να διορθώσει αυτό το σπιράλ προς τα κάτω; Μόνον οι επενδύσεις. Γιατί μόνον αυτές βελτιώνουν την παραγωγικότητα χωρίς να «στίβουν» τους εργαζομένους. Αν μπορούν οι επιχειρήσεις με τις ίδιες ή, ακόμη καλύτερα, με περισσότερες ώρες εργασίας, να δημιουργούν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, τότε θα μπορούν να πληρώνουν καλύτερα. Δίχως να «μπαίνουν μέσα».
Έχουμε τέτοιες επιχειρήσεις; Έχουμε. Όλες, πρακτικά, οι βιομηχανικές μονάδες. Όλες οι εξορύξεις ορυκτών. Όλες οι ενεργειακές. Όλες (σχεδόν) οι εξαγωγικές. Όλες οι (καλές) τουριστικές. Όλες οι ναυτιλιακές. Όλες οι (ορθολογικά στημένες) αλυσίδες εμπορίου. Καθόλου τυχαία, όλες αυτές πληρώνουν ήδη καλύτερα από τον βασικό.
Έχουμε όμως χιλιάδες, πολλές χιλιάδες, μικρότερες και μικρές επιχειρήσεις που επιβιώνουν στο όριο. Αυτές δεν πολυαντέχουν πάνω από το επίπεδο της κατώτατης αμοιβής. Έχουμε, τέτοιες, παραπάνω από όσες θα ήταν ορθολογικό. Έχουμε όμως και πολλές μικρού μεγέθους επιχειρήσεις υπηρεσιών οι οποίες βγάζουν πολλά κέρδη με εξαθλιωμένους εργαζομένους. Έχουμε ένα τεράστιο κρατικό τομέα που δουλεύει στο ρελαντί και πληρώνεται πάνω από τον κατώτατο.
Με αποτέλεσμα να πληρώνουμε, εμείς και οι επιχειρήσεις στις οποίες εργαζόμαστε, πολλά, πάρα πολλά χρήματα, σε φόρους.
Η χθεσινή προσαρμογή του κατώτατου είναι καλή. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης στρογγύλευε την αύξηση στο «συμβολικό» ποσό των 900 ευρώ ανά μήνα. Ακόμη κι έτσι πάντως, βοηθούντων μάλιστα των τριετιών που έχουν στο μεταξύ επανέλθει, ο ελάχιστος ετήσιος μισθός θα ξεπεράσει, συμβολικά, έπειτα από φόρους και ασφαλιστικές κρατήσεις, το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ κατά κεφαλήν.
Βεβαίως, το κόστος για τις επιχειρήσεις φθάνει, ακόμη και σε αυτό το κατώτατο επίπεδο τις 15.000 ευρώ ανά έτος. Δηλαδή, σε κάθε ένα ευρώ που παίρνει ο χειρότερα αμειβόμενος εργαζόμενος, το «αφεντικό» πρέπει να πληρώσει 1,5 ευρώ. Δεν είναι καθόλου λίγα, ειδικά για τις πάμπολλες μικρές επιχειρήσεις και τους εξίσου πολλούς επαγγελματίες που, και αυτοί, απασχολούν πολλές χιλιάδες συμπολίτες μας.
Αντικειμενικά, αυτή η πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ο συνδυασμός μικρής επιχειρηματικότητας και μεγάλου κράτους, ακυρώνει τις δυνατότητες ενός καλύτερου κατώτατου μισθού.