Υπάρχουν λύσεις στο στεγαστικό

Οι μεγάλες στρεβλώσεις προκύπτουν, συνήθως, από τις εγωιστικές και κερδοσκοπικές φορολογίες που βάζει το κράτος επί της εργασίας, των κερδών και της περιουσίας. Έτσι συμβαίνει και με την αγορά κατοικίας. Είτε την χρησιμοποιούμε για να στεγάζουμε εαυτόν, είτε προς εκμετάλλευση.

Το πρόβλημα στέγασης υπήρχε σε παλαιότερες περιόδους. Δεν είναι καινούργιο. Πριν το 1998 κανείς, πρακτικά, δεν μπορούσε να σκεφτεί να πάρει στεγαστικό δάνειο, πλην κάποιων δημοσίων υπαλλήλων, με τα επιτόκια να κινούνται κοντά στο 20%. Οι ενοικιαστές ήταν η πλειοψηφία και οι αναπροσαρμογές των μισθωμάτων ήταν απανωτές και βαρύτατες. Και τότε οι περισσότεροι νέοι έμεναν στο πατρικό. Στις αμέσως επόμενες δεκαετίες, από τα τέλη του ’70 και μετά άρχισε ο εποικισμός των suburbs και η φυγή από τις παλαιές συνοικίες (Κυψέλη, Κολιάτσου, Κουκάκι, Νέος Κόσμος, Σεπόλια, Θυμαράκια). Τώρα, τα παιδιά μας ψάχνουν να γυρίσουν στα ίδια μέρη.

Δεν φταίει το ξεπούλημα των ερειπίων στην golden visa, που έτσι κι αλλιώς τα κυνηγούσαν και θα τα μάζευαν όσοι είχαν το παραδάκι. Την χρειαζόμασταν άλλωστε την golden στους χαλεπούς καιρούς της πτώχευσης. Δεν φταίει η αναστήλωση χιλιάδων προβληματικών διαμερισμάτων προς δόξαν της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Χωρίς αυτήν άλλωστε δεν θα στηριζόταν επιτυχώς η τουριστική άνοδος. Προφανώς, μπορεί κανείς, όπως συμβαίνει τον τελευταίο καιρό, να βάλει περιορισμούς.

Το πρόβλημα όμως παραμένει. Για να λυθεί πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή νέας κατοικίας και η βελτίωση του υφιστάμενου αποθέματος. Προφανώς, και τα εισοδήματα. Και στα τρία αυτά σημεία, το κράτος, μέσω της φορολογίας, μπορεί να δώσει πολύτιμη βοήθεια, αντί να διατηρεί ζηλότυπα τις εισπρακτικές πρακτικές του και να ανακοινώνει «υπερέσοδα»..

Σωστές πολιτικές είναι τα έργα οικοδόμησης φοιτητικών κατοικιών από κατασκευαστές. Άργησαν αλλά μπορούν να πολλαπλαστιαστούν και να επιταχυνθούν. Σωστή πολιτική είναι η ανέγερση λαϊκών κατοικιών, δράση που επί χρόνια εξαφανίστηκε από το περισκόπιο του κράτους και των δήμων, η οποία καρκινοβατεί. Σωστή πολιτική είναι η επιδότηση του επιτοκίου επί των δανείων, αντί των περίπλοκων «Σπίτι Μου», που ανεβάζουν τεχνικά τις τιμές. Σωστή πολιτική είναι η πλήρης φοροαπαλλαγή των εργασιών ανακαίνισης, με προϋπόθεση τη μακροχρόνια μίσθωση.

Υπάρχει βεβαίως ένας πρακτικός περιορισμός. Εκείνοι που έχουν ανάγκη να αποκτήσουν καλύτερη κατοικία είναι οι ίδιοι που συχνά δεν έχουν επάρκεια εισοδήματος. Μας το έδειξε πολύ καλά η πρόσφατη έρευνα του μελετητικού τμήματος της Alpha Bank.

Ποιος ζητεί και δεν βρίσκει στέγη; Ποιος απ’ αυτούς έχει πραγματική ανάγκη; Ζευγάρια νέων ανθρώπων. Ιδίως όσα έχουν ή προγραμματίζουν παιδί/παιδιά, ενώ το οικογενειακό τους περιβάλλον δεν έχει τραπεζικό απόθεμα ή/και περιουσιακή επιφάνεια. Η τυπική ηλικία είναι τα 35-45 έτη και δεν αφορά περισσότερους από έναν στους τρεις συμπολίτες. Δεν είναι καθόλου λίγοι. Βεβαίως, στην ίδια ηλικιακή μερίδα, 5 στους 10 είναι ήδη ιδιοκτήτες της κατοικίας τους και σχεδόν 2 στους 10 «φιλοξενούνται χωρίς αντίτιμο».

Από αυτούς, μεταξύ όσων είναι παντρεμένοι και στο νοίκι, το 40%, ένα σεβαστό ποσοστό, θεωρούν ότι είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην οικονομική προσπάθεια που απαιτεί η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας. Οι υπόλοιποι όμως δυσκολεύονται πολύ να πληρώσουν τα ζητούμενα ενοίκια.

Τι μπορεί να κάνει το κράτος; Δύο κινήσεις: μια άμεση και μια μεσοπρόθεσμη. Πρώτον, να δώσει και να ενσωματώσει κίνητρα, σε χρήμα και σε ανταποδοτική φορολογία, για νέα ζευγάρια με παιδί/παιδιά. Δεύτερον, να απαλλοτριώσει, υποχρεωτικώς και στη βάση πολεοδομικού σχεδιασμού εκτάσεις για οργανωμένη οικιστική ανάπτυξη μεγάλου μεγέθους. Κι επειδή τα κίνητρα πρέπει πρωτίστως να αφορούν στους δημότες των στριμωγμένων μεγάλων Δήμων, ας ξεκινήσουμε από τις Περιφέρειες Αττικής και Θεσσαλονίκης.

Αντί να τροφοδοτεί (και το κράτος...) το συνεχές και διογκούμενο στρίμωγμα των συμπολιτών που έχουν επείγουσες στεγαστικές ανάγκες, ας κοιτάξει να κάνει κάτι για να χαλαρώσει την πίεση αμέσως τώρα και στο άμεσο μέλλον. Μη ξεχνούμε ότι οι τιμές διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τις προσδοκίες. Αυτές είναι που οδηγούν, πέραν της ελλειμματικής προσφοράς κατοικιών, την άνοδο των τιμών και στην αγορά και στην ενοικίαση.

Πράγματι, 6 στους 10 συμπολίτες, που είναι παντρεμένοι και ενοικιάζουν το σπίτι τους, πιστεύουν ότι οι τιμές αγοράς θα συνεχίσουν να αυξάνονται στα επόμενα πέντε χρόνια ενώ 7 στους 10 πιστεύουν το ίδιο για τα ενοίκια. Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ιδίως επειδή είναι ανακριβές, ότι το 56% των πολιτών πιστεύει ότι είναι οι «κυβερνητικές/φορολογικές πολιτικές» ο σπουδαιότερος παράγοντας που επηρεάζει τις μελλοντικές τιμές των ακινήτων, ενώ μόνον το 38% αποδίδει αυτόν τον ρόλο στην «οικονομική συγκυρία». Τέλος, 7 στους 10 προτίθενται να πάρουν δάνειο με δική τους συμμετοχή για το 25-50% του τιμήματος.

Βάλτε τα όλα στη σειρά και θα δείτε ότι, όπως με κάθε πρόβλημα, λύσεις υπάρχουν. Απαιτείται όμως ευελιξία και υπέρβαση της συνηθισμένης μακαριότητας του κράτους, ιδίως εκείνης που συνδυάζεται καταστροφικά όταν αναμειγνύεται με τους, υποχρεωτικούς κάποτε, μικροϋπολογισμούς των μικροιδιοκτητών.