Το υπεύθυνο άλμα Τριαντόπουλου

Τελικά, η τόσο «δύσκολη» συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 για το υπουργικό... «ανεύθυνο» καταργείται με την πράξη θάρρους, πολιτικού, του Χρήστου Τριαντόπουλου. Θέτοντας στην κρίση του Ειδικού Δικαστηρίου τα όσα έκανε, βοηθά την παράλληλη εκδίκαση όλων όσων πράξεων ή παραλείψεων συνδράμανε στο εγκληματικό δυστύχημα των Τεμπών. Θέτοντας στην κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου το δικό του, υπουργικό, τεκμήριο αθωότητας, ο κ. Τριαντόπουλος έκανε μια σοβαρότατη υπέρβαση και έθεσε λίθο στέρεο για να αποδείξει με την απαιτούμενη ηρεμία όσα έχει ισχυριστεί προς υπεράσπισή του.

Το ερμήνευσε ορθώς και με αυτοσυγκράτηση ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σημειώνοντας: «Ήδη, από το 2006, ως νεοεκλεγείς βουλευτής, μαζί με 7 συναδέλφους, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, είχα προτείνει την αναθεώρηση της συγκεκριμένης διάταξης, ώστε να διακρίνεται το ποινικό στοιχείο της δίωξης των υπουργών από τις κατά καιρούς πολιτικές αντιπαραθέσεις». Αποδεχόμενος πάντως, εμμέσως πλην σαφώς ότι το η αναθεώρηση του 2019 όταν καταργήθηκε η «ειδική αποσβεστική προθεσμία» για τα αδικήματα των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών αποδείχθηκε ανεπαρκής.

Η εξέλιξη είναι θετική. Θα μπορούσε να είχε γίνει μια κι έξω. Θα είχε βοηθήσει καταλυτικά στο ξετύλιγμα της δικαστικής διερεύνησης του τραγικού δυστυχήματος. Θα είχε μειώσει την ένταση μεταξύ των κομμάτων. Θα είχε συγκρατήσει την οργή των ανθρώπων. Θα είχε περιορίσει την απώλεια εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη.

Τώρα, η πρωτοβουλία Τριαντόπουλου, που φέρει την προφανή σφραγίδα ηθικής αντεπίθεσης της κυβέρνησης, δημιουργεί νέες προϋποθέσεις για την αξιοποίηση της δικαστικής έρευνας. Υπό την προϋπόθεση ότι όλοι όσοι μεταξύ των πολιτικών και με οιονδήποτε τρόπο έχουν κάποια αιτιώδη συνάφεια με περιστάσεις οι οποίες συνδέονται με το δυστύχημα βάλουν την κεφαλή τους επί πίνακι. Μεταξύ μας, δύσκολο είναι να το αποφύγουν.

Θέλω να ελπίζω ότι η κίνηση Τριαντόπουλου, την οποία δεν είναι δυνατόν να μην αποδεχτούν οι αντιπολιτεύσεις μαζί με τις προφανείς επιπτώσεις που έχει στις μικροκομματικές τους επιδιώξεις, θα ακυρώσει το όποιο νόημα είχαν δώσει στην πολύμηνη αντάρα και βοή που προγραμμάτιζαν να προκαλέσουν κατά τις εργασίες της προανακριτικής επιτροπής που μόλις χθες ξεκίνησε να οργανώνει τις «εργασίες» της.

Μοιράκια της αντιπολίτευσης, λουσμένα σε σταλινικό μίσος, ζητούν ήδη τη διαπόμπευση σύμπασας της κυβέρνησης και κάθε μέλους της πλειοψηφίας προτού η υπόθεση εξεταστεί από τη Δικαιοσύνη. Φοβούνται. Το δικαστικό συμβούλιο ξέρει τη δουλειά του και θα παραπέμψει κατά την κρίση του τον υφυπουργό. Σε κάθε περίπτωση η παραπομπή από την προανακριτική θα επισπεύσει την απόδοση δικαιοσύνης και θα αποφασιστεί με απόφαση της προνακριτικής και με μυστική ψηφοφορία. Επομένως, είναι λογικό να προχωρήσει όπως ζητεί με την πρωτοβουλία του ο υπό εξέταση υφυπουργός παρά τον Πρωθυπουργό.

Όταν έρθει η ώρα αλλαγής του σχετικού άρθρου θα μπορέσουμε να σκεφτούμε εξ αρχής και τις άλλες διαστάσεις που έχει και πρέπει να έχει η νέα νοοτροπία που οφείλει να επικρατήσει στη διαχείριση των κοινών πραγμάτων.

Προσωπικά, όπως έγραψα εδώ προ ολίγων ημερών, «οι πολιτικοί πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κριθούν αυστηρά, πολύ αυστηρά, αν δεν ασκήσουν τα καθήκοντά τους με απόλυτη αυστηρότητα προς όσα ορίζει η δια νόμου αρμοδιότητά τους. (...) Η κάλπη δεν ξεχρεώνει.»