«Με τη μετάλλαξη Δέλτα είναι σαν να τρέχουμε προς ένα τέρμα, και αυτό το τέρμα να μετακινείται συνέχεια ακόμα πιο μακριά», επεσήμανε χαρακτηριστικα στον ΣΚΑΪ για το τείχος ανοσίας η Βάνα Σύψα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στο ΕΚΠΑ και μέλος της επιτροπής των ειδικών του υπουργείου Υγείας, ενώ ξεκαθάρισε πως εάν χρειαστεί να κλείσουν σχολεία, θα κλείσουν μόνο σε τοπικό επίπεδο.
Παράλληλα εξήγησε ότι προ της μετάλλαξης Δέλτας χρειαζόταν ένα 60 με 70% του πληθυσμού να εμβολιαστεί ή να αποκτήσει ανοσία μέσω νόσησης για να διαμορφωθεί τείχος ανοσίας, ενώ το ποσοστό φθάνει πλέον στο 85 με 90% του γενικού πληθυσμού (περιλαμβανομένων των παιδιών).
«Ο κόσμος έχει πολύ δρόμο μπροστά του», ανέφερε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στο ΕΚΠΑ ερωτηθείσα για το αν βλέπει το τέλος της περιπέτειας του κορονοΐου την άνοιξη του 2022.
Επιπροσθέτως, με αφορμή τα συμπεράσματα νέας μελέτης από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, η κ. Σύψα προειδοποίησε ότι υπάρχει κίνδυνος νέων μεταλλάξεων σε φτωχές χώρες με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη που πιθανόν να ανατροφοδοτήσουν την επιδημία και σε χώρες που έχουν πετύχει εμβολιασμό.
Πιο αναλυτικά, εξήγησε ότι «αν σκεφθούμε έξω από το στενό πλαίσιο της χώρας μας, υπάρχει πολύ χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, οπότε σε παγκόσμιο επίπεδο το τέλος της πανδημίας δεν είναι κοντά. Θα προσπαθήσουμε στη χώρα μας, όσο είναι δυνατόν, να περιορίσουμε αυτές τις αρνητικές συνέπειες. Όσο δεν υπάρχουν εμβόλια διαθέσιμα, και δεν προχωρά ο εμβολιασμός σε χώρες πιο φτωχές, είναι λογικό να υπάρχει μετάδοση, να εμφανιστούν καινούργιες μεταλλάξεις που να ανατροφοδοτήσουν την επιδημία και σε χώρες που έχουν πετύχει εμβολιασμό, οπότε στόχος όχι απλώς να δούμε το στενό πλαίσιο της χώρα μας, αλλά να ενθαρρυνθεί ο εμβολιασμός σε όλο τον κόσμο».
Να σημειωθεί ότι τα συμπεράσματα νέας μελέτης από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και της Metron Analysis, με κύριους ερευνητές τους καθηγητές Βάνα Σύψα και τον ομότιμο καθηγητή Άγγελο Χατζάκη – την οποία συνυπογράφουν μεταξύ άλλων οι καθηγητές Σωτήρης Τσιόδρας και Δημήτρης Παρασκευής αποκαλύπτουν ότι διαχρονικά το ποσοστό των αρνητών παραμένει σχεδόν αμετάβλητο κυμαινόμενο από 7% έως 10%.
Υπογραμμίζεται ότι σχολιάζοντας τα ευρήματα του πρώτου πίνακα η Βάνα Σύψα υπογράμμισε ότι ήταν αναμενόμενη (η μείωση όσων «άλλαξαν στρατόπεδο» προς τον εμβολιασμό) γιατί η πρώτη έρευνα έγινε το Νοέμβριο, πριν την εφαρμογή του εμβολιασμού, και ως εκ τούτου ήταν αναμενόμενο πολλοί άνθρωποι να εκφράσουν μια διστακτικότητα γιατί και το «μάλλον όχι» εκφράζει ένα δισταγμό, κι όχι απαραίτητα αρνητική στάση απέναντι στο εμβόλιο.
«Διαχρονικά είδαμε ότι σιγά – σιγά αυτοί που απαντούσαν μάλλον ναι μάλλον όχι κατέληγαν να γίνουν σίγουρα ναι, αλλά εντυπωσιακό είναι ότι αυτοί που απαντούσαν σίγουρα όχι ήταν ένα ποσοστό που έμεινε Σταθερό διαχρονικά σε όλες τις έρευνες περίπου 7 με 10% που δείχνει ότι υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων που δε θα πειστούν εύκολα», ανέφερε.
Σχετικά με τον πίνακα 2 η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στο ΕΚΠΑ σημείωσε ότι «ένας αριθμός έχει ανοσία επειδή έχει νοσήσει δε χρειάζεται προς το παρόν να εμβολιαστεί, είναι σίγουρα 10% των ενηλίκων. Βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που εμβολιάστηκαν και έχουν νοσήσει λίγες μέρες μετά την πρώτη δόση οπότε δεν ξέρουμε ακριβώς πώς διαμορφώνονται αυτά τα νούμερα».
«Η αλήθεια είναι ότι με τη μετάλλαξη Δέλτα είναι σαν να τρέχουμε προς ένα τέρμα και αυτό το τέρμα να μετακινείται συνέχεια ακόμα πιο μακριά. Θεωρούσαμε στην αρχή όταν ξεκίνησε η πανδημία ότι θέλαμε ένα 60 με 70% του πληθυσμού να εμβολιαστεί ή να αποκτήσει ανοσία μέσω νόσησης για να μη διευκολύνει τη μετάδοση του ιού. Αυτή τη στιγμή με τη μετάλλαξη Δέλτα που είναι διπλάσιας μεταδοτικότητας αυτό έχει ανέβει πολύ παραπάνω, έχει φτάσει στο 85 με 90% του συνολικού πληθυσμού, βάζουμε δηλαδή μέσα και τα παιδιά. Είναι επομένως ένας πολύ μακρινός στόχος γι’ αυτό πολλοί δε μιλάνε πια για δρόμο προς την ανοσία αλλά για δρόμο προς την κανονικότητα…», παραδέχθηκε μέλος της επιτροπής των ειδικών του υπουργείου Υγείας.
Επιπλέον, αναφορικά τους πίνακες 3 και 4 η Βάνα Σύψα διευκρίνισε ότι «στην πρώτη έρευνα που κάναμε το Νοέμβριο άνδρες και γυναίκες είχαν παρόμοια ποσοστά πρόθεσης εμβολιασμού. Στη συνέχεια στις επόμενες έρευνες είδαμε τις γυναίκες πιο διστακτικές, και συνέχεια στην έρευνα που κάναμε τον Απρίλιο συνέπεσε με την περίοδο που γίνονταν οι ανακοινώσεις για τα περιστατικά θρομβώσεων που έκαναν τις γυναίκες πολύ επιφυλακτικές. Το ενθαρρυντικό είναι ότι στην τελευταία έρευνα του Ιουνίου άνδρες και γυναίκες είχαν παρόμοια ποσοστά, οπότε ελπίζω αυτή η διαφορά εκείνη την περίοδο να είχε σχέση με τις ανακοινώσεις για το εμβόλιο της AstraZeneca».
«To μέλλον είναι λίγο αβέβαιο», δήλωσε ερωτηθείσα για τις μεταλλάξεις και το άνοιγμα των σχολείων, «αυτό δεν θα πρέπει να προκαλεί πολύ άγχος και πανικό στον κόσμο, σκεφτόμαστε κάθε φορά την κατάσταση όπως είναι... Ακόμα και αυτή τη στιγμή έχουμε μια μετάλλαξη που είναι πολύ μεταδοτική αυτό είναι το αρνητικό, από την άλλη πλευρά έχεις ένα πληθυσμό που έχει αρκετά μεγάλο ποσοστό ανοσίας».
Το τρομακτικό, διευκρίνισε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στο ΕΚΠΑ, θα ήταν αν δεν είχαμε εμβόλιο αυτή την περίοδο πώς θα τη βιώναμε με μια πολύ μεταδοτική μετάλλαξη που μπορεί να μεταδώσει ο καθένας μας να μεταδώσει σε άλλα 6 – 7 άτομα αν δεν υπήρχε η ανοσία, τότε η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική.
Επίσης, μέτρα κοινωνικού αποκλεισμού πέραν του περιορισμού των εμβολιασμένων στις 13 Σεπτεμβρίου θα είναι το τελευταίο που θα προσπαθήσει κανείς να εφαρμόσει, όπως διαβεβαίωσε. «Θα προσπαθήσουμε όσο είναι δυνατόν να υπάρχει μια κανονικότητα γι’ αυτό και πέρα από τον εμβολιασμό να τηρούνται όλα τα μέτρα προστασίας που δεν επηρεάζουν τόσο την καθημερινότητά μας», τόνισε.
«Τα σχολεία πρέπει να μείνουν ανοιχτά. Θα δούμε με το άνοιγμα των σχολείων αύξηση των κρουσμάτων, ήδη έχουμε αρχίσει να βλέπουμε αύξηση των κρουσμάτων στα παιδιά, το περιμένουμε». Θα με προβλημάτιζαν κυρίως οι περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στους ενηλίκους. Εκεί η μετάδοση στα σχολεία μπορεί να έχει κάποιες επιπτώσεις στον ενήλικο πληθυσμό. Θα είναι πραγματικά κρίμα να κλείσουν κάποια σχολεία λόγω χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης, Αν χρειαστεί να κλείσουν σχολεία, θα κλείσουν σε τοπικό επίπεδο, και όχι οριζόντια, μόνο σε πολύ ειδικές περιπτώσεις, στόχος είναι τα σχολεία να μείνουν ανοιχτά», επισήμανε η κ. Σύψα.