Σε συνέχεια της σχετικά μικρής ύφεσης του πρώτου τριμήνου, όπως και της θετικής πορείας επιμέρους δεικτών στην αγορά, τα δεδομένα που ανακοίνωσε χθες η ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το δεύτερο τρίμηνο δείχνουν πως η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι φέτος ισχυρότερη από ό,τι οι περισσότεροι ανέμεναν. Ακόμη και η προηγούμενη εκτίμηση του ΙΟΒΕ για ετήσια αύξηση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους της τάξης του 5,5%, που μπορεί να φαίνονταν υπερβολικά αισιόδοξη και ξεπερνούσε σημαντικά πολλές άλλες, μάλλον πλέον είναι μετριοπαθής. Αν και σημαντικές αβεβαιότητες παραμένουν, με πηγή τις εξελίξεις στο υγειονομικό πρόβλημα και στις διεθνείς αγορές, η κεντρική υπόθεση πρέπει να είναι πως η φετινή ανάκαμψη μπορεί να σβήσει σχεδόν τα τρία τέταρτα της περυσινής ύφεσης. Από οποιαδήποτε οπτική γωνία και να επιλέξει κανείς, αυτά είναι θετικά νέα και υπενθυμίζουν πως η ελληνική οικονομία έχει αντοχές και δυνατότητες που δεν είναι αμελητέες.
Η πολύ θετική αυτή αντίδραση των οικονομιών παρατηρείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές, σε συνέχεια μάλιστα της ισχυρής μεγέθυνσης που προηγήθηκε σε μεγάλες περιοχές του Ασίας και της Αμερικής. Η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε μια αντιστροφή της ταχύτερης συρρίκνωσης που είχε πέρυσι. Αυτό οφείλεται κυρίως στη δομή της, όπου υπάρχει μεγαλύτερη συμμετοχή της κατανάλωσης και βαρύτητα κλάδων όπως το λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές και ο τουρισμός. Άλλες οικονομίες, μεγαλύτερες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία ή μικρότερες όπως η Ιρλανδία και η Ουγγαρία, καταγράφουν ακόμη υψηλότερη ανάκαμψη, σε συνέχεια της μεγάλης ύφεσης που τις δοκίμασε.
Οι θετικές αυτές μετρήσεις και εκτιμήσεις επιτρέπουν μια μεγαλύτερη δόση αισιοδοξίας για το επόμενο διάστημα και προσφέρουν βαθμούς ελευθερίας στην οικονομική πολιτική. Πρέπει, όμως, να τεθούν στη σωστή προοπτική. Τα κεντρικά και συστηματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι η σχετικά αδύναμη παραγωγική βάση, που αντανακλάται και σε αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, και ένα δημόσιο ταμείο που έχει τάση δημιουργίας ελλειμάτων. Είναι κομβικής σημασίας το αν και κατά την κρίση της πανδημίας η οικονομία θα έχει κάνει βήματα που θα προετοιμάζουν μια θετική πορεία από εδώ και πέρα. Επιμέρους κλάδοι και επιχειρήσεις είχαν εξαιρετικές επιδόσεις. Η θετική πορεία των εξαγωγών αγαθών, ειδικότερα, είναι μια πολύ σημαντική βάση για τη συνέχεια. Συνολικά υπάρχει, όμως, μεγάλη απόσταση που πρέπει να καλυφθεί.
Η εξαιρετικά έντονη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας έχει στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό και στις ευρείες και συνεχιζόμενες παρεμβάσεις στήριξης της ελληνικής οικονομίας σε πολλά επίπεδα, της αγοράς και των νοικοκυριών. Ως αποτέλεσμα, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας το πρώτο τρίμηνο φέτος, ήταν το υψηλότερο στην ΕΕ και σε απόσταση από το μέσο όρο της (18,1% του ΑΕΠ έναντι 8,2% του ΑΕΠ). Σε συνέχεια των παρεμβάσεων κατά το 2020, που είχαν ως αποτέλεσμα ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 9,7% του ΑΕΠ (από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ), καθώς και την ισχυρή ύφεση πέρυσι, ενίσχυσαν περαιτέρω το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το πώς θα αντιστραφεί αυτή η τάση αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση, που όμως η λύση της πρέπει να δρομολογηθεί. Το πρόβλημα μπορεί να γίνει ακόμη δυσκολότερο από το γεγονός ότι, αν και ακόμη είναι υπό έλεγχο, οι πληθωριστικές τάσεις θα κλιμακώνονται. Οι σχετικές εξελίξεις αναμένεται να οδηγήσουν σε σταδιακή χαλάρωση των παρεμβάσεων νομισματικής στήριξης από την ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες, με άνοδο των επιτοκίων και περιορισμό των προγραμμάτων στήριξης.
Εστιάζοντας στις συνιστώσες του ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο, που αποτυπώνουν ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάκαμψης, προκύπτει ότι αυτή προήλθε κυρίως από την ισχυρή διεύρυνση της εγχώριας κατανάλωσης (+12,1%), ιδίως των νοικοκυριών (+13,2%), και κατόπιν από τις αρκετά υψηλότερες εξαγωγές, τόσο σε προϊόντα (+17,1%), όσο και σε υπηρεσίες (+28,8%). Η άνοδος του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, αν και αναλογικά σημαντική (+12,9%), είχε αρκετά μικρότερη συμβολή, λόγω του μικρού του απόλυτου επιπέδου. Επομένως, οι δαπάνες για καταναλωτικούς σκοπούς και πολύ λιγότερο αυτές για παραγωγικούς σκοπούς είχαν σημαντικό ρόλο στην αύξηση του ΑΕΠ. Αυτή η διεύρυνση της κατανάλωσης είναι και η βασική αιτία της μεγάλης αύξησης των εισαγωγών (+22,5%), η οποία τελικά επέφερε μικρή επιδείνωση και του εξωτερικού ισοζυγίου.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία ανακάμπτει ισχυρά. Θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αυτή η ανάκαμψη να αποτελέσει βάση που θα διευκολύνει την εφαρμογή πολιτικών για την ενίσχυση της οικονομίας στη συνέχεια και όχι πηγή εφησυχασμού για τη συνολική πορεία της.
*Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών