Με τη συμφωνία σε ένα «πακέτο» το οποίο ουσιαστικά ταυτίζεται με την πρόταση της Γερμανίας –και χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά σε ευρωομόλογο, τώρα ή μελλοντικά, όπως ζητούσαν οι ηγέτες των «9» με την επιστολή τους– ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα η τρίτη κατά σειρά και επίσης δραματική συνεδρίαση του Eurogroup. Τα μοναδικά κάπως διαφορετικά στοιχεία είναι η (αόριστη, για την ώρα) δέσμευση ότι ο νέος προϋπολογισμός της ΕΕ θα είναι προσανατολισμένος στην αντιμετώπιση των συνεπειών αυτής της κρίσης, αλλά και ότι θα δημιουργηθεί μελλοντικά ένα ειδικό ταμείο ανασυγκρότησης, το οποίο είναι ακόμη άγνωστο πώς θα χρηματοδοτηθεί.
Μετά από συνεχείς αναβολές, που αποφασίζονταν προκειμένου να δοθεί χρόνος ώστε να διεξαχθούν οι αναγκαίες συνεννοήσεις ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης έφτασαν σε ένα συμβιβασμό ο οποίος, για την ώρα τουλάχιστον, αποτρέπει τα χειρότερα. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, καθώς και άλλων υπουργών Οικονομικών που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη, το σύνολο του ποσού που θα διατεθεί ανέρχεται, όπως ήταν ήδη γνωστό, σε 540 δισ. ευρώ συνολικά.
Πιο συγκεκριμένα, τα 240 δισ. θα προέλθουν από τον «κουμπαρά» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (αντιστοιχεί το 2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης), τα 200 από τις εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για δανεισμό των επιχειρήσεων και τα υπόλοιπα 100 από το ειδικό ταμείο SURE, το οποίο θα χρηματοδοτήσει τις απώλειες των εργαζομένων από τα μειωμένα ωράρια που εφαρμόζουν χιλιάδες επιχειρήσεις, προκειμένου να μην χαθούν οι θέσεις εργασίας.
Όπως είναι γνωστό, το πλέον επίμαχο θέμα – από τη στιγμή που το ευρωομόλογο είχε βγει οριστικά από το τραπέζι – αφορούσε τα κονδύλια του ESM και τους όρους που θα συνοδεύουν την χορήγησή τους προς τα κράτη-μέλη. Το ζήτημα, δηλαδή, στο οποίο δόθηκε η μεγάλη μάχη για να βρεθεί η χρυσή τομή.
Ιδού πώς περιέγραψε, λοιπόν, αυτά που συμφωνήθηκαν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές, ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Βέμπκε Χέκστρα: «Χρηματοδότηση από τον ESM για υπηρεσίες υγείας χωρίς κανένα όρο. Χρηματοδότηση για την υπόλοιπη οικονομία με κάποιους όρους. Όχι στα ευρωομόλογα. Επιπλέον χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις από την ΕΤΕ. Στήριξη των εργαζομένων».
Πρακτικά, Ιταλία και Ισπανία έχουν να λαμβάνουν περίπου 40 και 30 δισ. ευρώ αντιστοίχως από τον ESM προκειμένου να στηρίξουν τις οικονομίες τους, ενώ άλλα τόσα περίπου (κάτι τις λιγότερα) τους αναλογούν από τις εγγυήσεις της ΕΤΕ για τη στήριξη των επιχειρήσεών τους. Τα ποσά αυτά, αν και σε άλλη περίπτωση θα φάνταζαν σημαντικά και υπεραρκετά, είναι σημαντικά μικρότερα σε σύγκριση με αυτά τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί να διαθέσουν οι κυβερνήσεις των δύο χωρών.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πίεζαν για την έκδοση ενός ευρωομολόγου ύψους 1 τρισ. ευρώ, με τους ευνοϊκούς όρους που θα διασφάλιζαν οι εγγυήσεις της Γερμανίας και των άλλων ισχυρών της ΕΕ – που θα αύξανε τη δύναμη πυρός, σε συνδυασμό με την αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό, όμως, δεν έγινε αποδεκτό, για τους λόγους που είναι ήδη γνωστοί και έχουν αναλυθεί επανειλημμένως.
Τι σημαίνει αυτό, άραγε, πολιτικά για τους πρωθυπουργούς της Ιταλίας και της Ισπανίας, που βρίσκονται και στην πιο δύσκολη θέση και τελικά αναγκάστηκαν να κάνουν τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις; Για την ώρα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βεβαιότητα, αλλά είναι σίγουρο ότι οι πιέσεις που θα δεχτούν θα είναι έντονες – ειδικά καθώς θα προστεθούν σε αυτές που αφορούν την κακή διαχείριση της πανδημίας του νέου κορονοϊού.