Μακρύ δρόμο έχει ακόμη η αγορά ακινήτων ωσότου να επιστρέψει στα επίπεδα πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση του 2010. Η διαπίστωση αυτή, που βασίζεται στα στοιχεία της Eurostat για τις τιμές πώλησης και τα ενοίκια των κατοικιών στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι τα ελληνικά ακίνητα παραμένουν από τα φθηνότερα, σε όλη την Ευρώπη, αποτελώντας «μαγνήτη» για τους ξένους επενδυτές.
Ειδικότερα, η ελληνική αγορά ακινήτων εμφανίζει τη μεγαλύτερη υποχώρηση τιμών κατοικιών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν συγκρίνουμε τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου του 2021 με αυτά του 2010. Συγκεκριμένα τα ενοίκια και οι τιμές των κατοικιών στην Ε.Ε. συνέχισαν να αυξάνονται το τρίτο τρίμηνο του 2021, κατά 1,2% και 9,2% αντίστοιχα, σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2020.
Τι ισχύει όμως, από το 2010 έως και το δεύτερο τρίμηνο του 2011; Οι τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια στην Ε.Ε., που παρουσίαζαν συνήθως κοινή πορεία, έχουν αποκλίνει σημαντικά από το δεύτερο τρίμηνο του 2011. Ενώ τα ενοίκια αυξάνονταν σταθερά καθ' όλη την περίοδο έως το τρίτο τρίμηνο του 2021, οι τιμές των κατοικιών παρουσίασαν σημαντικές διακυμάνσεις.
Ύστερα δηλαδή, από μια απότομη πτώση μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2011 και του πρώτου τριμήνου του 2013, οι τιμές των κατοικιών παρέμειναν λίγο πολύ σταθερές μεταξύ 2013 και 2014. Στη συνέχεια, υπήρξε ταχεία άνοδος στις αρχές του 2015. Έκτοτε, οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξάνονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τα ενοίκια.
Έτσι, από το 2010 έως το τρίτο τρίμηνο του 2021, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 16% και οι τιμές πώλησης κατοικιών κατά 39%. Επίσης, με χρονικό σημείο αναφοράς το 2010, οι τιμές των κατοικιών έχουν υπερδιπλασιαστεί στην Εσθονία, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο, τη Λετονία και την Αυστρία, ενώ σε 18 κράτη- μέλη έχουν αυξηθεί περισσότερο σε σχέση με τα ενοίκια.
Οι τιμές των κατοικιών δηλαδή, αυξήθηκαν σε 23 χώρες της Ε.Ε. και μειώθηκαν σε τέσσερις. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρούνται στην Εσθονία (+141%), την Ουγγαρία (+118%), το Λουξεμβούργο (+117%), τη Λετονία (+106%) και την Αυστρία (+104%). Η κτηματαγορά της χώρας μας αποτελεί την…ελληνική «εξαίρεση», με τις τιμές πώλησης να καταγράφουν μείωση κατά -28%, και την Ιταλία, την Κύπρο και την Ισπανία να ακολουθούν με ποσοστά υποχώρησης -12%, -6% και -0,5%.
Τι ισχύει για ενοίκια; Κατά τη σύγκριση του τρίτου τριμήνου του 2021 με το 2010, οι τιμές αυξήθηκαν σε 25 κράτη-μέλη της Ε.Ε. και μειώθηκαν σε δύο, με τις υψηλότερες αυξήσεις να εντοπίζονται στην Εσθονία (+162%), στη Λιθουανία (+111%) και στην Ιρλανδία (+68%). Και στο πεδίο αυτό η Ελλάδα είναι πρωταγωνίστρια με μείωση 25%, ενώ ακολουθεί η Κύπρος με υποχώρηση σε ποσοστό 3%.
Μεγάλο το χάσμα
Πάντως, ακόμη κι αν η ψαλίδα των τιμών πώλησης και των ενοικίων παραμένει μεγάλη σήμερα, σε σχέση με το 2010, οι υφιστάμενες τιμές είναι, σε μεγάλο βαθμό, απρόσιτες. Παρά τη σχετική βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, το ενοίκιο παραμένει δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τις μέσες μηνιαίες απολαβές ενός μισθωτού. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι απαιτούνται, τουλάχιστον 500 ευρώ για την ενοικίαση ενός μικρού διαμερίσματος στην Αθήνα, ποσό που, χωρίς τις υπόλοιπες δαπάνες (ρεύμα, ύδρευση, κοινόχρηστα) αποτελεί σχεδόν το 40% ενός εργαζόμενου που δεν είναι νεοεισερχόμενος και εισπράττει απολαβές 1.200 ευρώ.
Αντίστοιχα, η αγορά ενός ακινήτου έχει καταστεί ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Για παράδειγμα, εάν λάβουμε υπόψη ότι η τιμή πώλησης ανά τ.μ. για διαμερίσματα σχετικής παλαιότητας και σε περιοχές θεωρούμενες ως «προσιτές», κυμαίνεται από 1.300 έως 1.500 ευρώ, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στις μηνιαίες απολαβές ενός καλοπληρωμένου, ως ένα βαθμό, εργαζόμενου. Απαιτούνται, δηλαδή, περίπου έξι χρόνια αποταμίευσης του συνόλου των απολαβών -χωρίς δηλαδή ο εργαζόμενος να πραγματοποιεί καμία δαπάνη διαβίωσης- για την απόκτηση ενός διαμερίσματος αξίας 90.000 ευρώ με επιφάνεια 70 τ.μ.
Με τα δεδομένα αυτά, γίνεται αντιληπτό γιατί η απόκτηση στεγαστικού δανείου αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, μονόδρομο.