Ο αναβαλλόμενος φόρος δεν αποτελεί κάποια ελληνική δημιουργική λογιστική πρωτοτυπία, ούτε αφορά αποκλειστικά τις τράπεζες. Η αναβαλλόμενη φορολογία είναι μια διμερής σχέση μεταξύ επιχειρήσεων και Δημοσίου προκειμένου ζημιές παρελθουσών χρήσεων να έχουν ευεργετικές συνέπειες στην κερδοφορία των επόμενων ετών.
Πρακτικά, η αναβαλλόμενη φορολογία επιμερίζει το βάρος των ζημιών σε μελλοντικές χρήσεις προσπαθώντας να ισορροπήσει το φορολογικό αποτέλεσμα αποδίδοντας έτσι δικαιοσύνη στους φόρους που καταβάλει η επιχείρηση.
Το ύψος της αναβαλλόμενης φορολογίας εξαρτάται από το μέγεθος της ζημιάς αλλά και από τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές. Όσο μεγαλύτεροι είναι αυτοί οι συντελεστές τόσο υψηλότερο είναι και το ειδικό αποθεματικό που σχηματίζεται στο παθητικό του ισολογισμού.
Η αύξηση της αναβαλλόμενης φορολογίας στα ίδια κεφάλαια των Ελληνικών Τραπεζών (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς) έχει τις ρίζες της στο PSI και PSI+ που έλαβε χώρα το 2012 και το 2013. Από την ανταλλαγή και του κούρεμα των ελληνικών ομολόγων που συμμετείχαν στη διαδικασία οι τράπεζες κατέγραψαν ζημιές 27 δισ. ευρώ και σχημάτισαν αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις περίπου 10 δισ. ευρώ.
Εν συνεχεία και έως τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 οι μαζικές προβλέψεις και η υποχρεωτική επιβάρυνση των ισολογισμών με πρόσθετες προβλέψεις που αφορούσαν τον έλεγχο ποιότητας ενεργητικού από το τεστ αντοχής μετά τους περιορισμούς της κίνησης κεφαλαίων εκτόξευσαν τον αναβαλλόμενο φόρο στα 20 δις ευρώ.
Επειδή ο αναβαλλόμενος φόρος δεν αποτελεί καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο αλλά μια θεωρητική μελλοντική ωφέλεια ο νομοθέτης θέλοντας να ενισχύσει τις ιδιότητες αυτού του ειδικού αποθεματικού θέσπισε την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Δημοσίου το λεγόμενο DTC, χωρίς η συγκεκριμένη ρύθμιση να αποτελεί κάποια ελληνική πρωτοτυπία.
H ιδιαιτερότητα αυτής της αλλαγής είναι ότι πλέον ο κάτοχος/χρήστης του συγκεκριμένου εργαλείου εφόσον δεν ήταν σε θέση να εμφανίσει κέρδη θα ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του δημοσίου με την έκδοση μετοχών κατά το ποσό της φορολογικής ωφέλειας που θα είχε.
Το ενδεχόμενο μετατροπής μέρους του ειδικού αποθεματικού σε μετοχές με τη μορφή μιας άμεσης κατ' εξαίρεσης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου έφερε πιο κοντά στο κοινό μετοχικό κεφάλαιο την αναβαλλόμενη φορολογία. Σε αυτή την ειδική κατηγορία κεφαλαίων (DTC) εντάχθηκαν οι απομειώσεις από το PSI και οι πιστωτικές ζημιές δανείων έως το τρίτο τρίμηνο του 2015.
Για να έχουμε μια εικόνα της κατάστασης το DTC διαμορφώθηκε σε 16,25 δισ. ευρώ και έκτοτε το μέγεθος του δεν άλλαξε. Ο λόγος είναι ότι οι τράπεζες δεν κατάφεραν σε αυτή την πενταετία να δημιουργήσουν σοβαρά κέρδη ώστε να αντικαταστήσουν μέρος του DTC. Από την άλλη πλευρά όμως δεν ενεργοποιήθηκε η ρήτρα μετατροπής του αποθεματικού σε μετοχές, αποτέλεσμα της πολύ προσεκτικής, σχεδόν χειρουργικής, λογιστικής διαχείρισης των ζημιών.
Με απλά λόγια οι τράπεζες ξεκινούσαν να χτίζουν τα αποτελέσματα τους από κάτω προς τα πάνω επιδιώκοντας να αποφύγουν απομείωση των μετοχών τους αυξάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις προβλέψεις τους.
Φθάνοντας στο 2022 και με ορατό πλέον το ενδεχόμενο μείωσης των κόκκινων δανείων σε μονοψήφια νούμερα, το επόμενο θέμα που αναδύεται είναι η μείωση του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια. Με 16 δισ. σευρώ αναβαλλόμενο φόρο είναι σαν να αναμένει κανείς ότι οι τράπεζες θα έχουν κερδοφορία 50 δις ευρώ τα επόμενα 10 χρόνια προκειμένου να περιορίσουν ή να μηδενίσουν το σχετικό κονδύλι.
Επίσης, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές στα επίπεδα του 29% για το μητρικό ισολογισμό αφού με αυτό τον συντελεστή σχηματίστηκαν τα ειδικά αποθεματικά. Ένα άλλο στοιχείο προσοχής είναι ότι οι τράπεζες στα επόμενα τρία χρόνια θα δυσκολευτούν να ενισχύσουν τα εποπτικά τους κεφάλαια με νέα κέρδη λόγω της επίπτωσης του IFRS-9 το οποίο πηγαίνοντας προς τη λήξη της περιόδου προσαρμογής (2023) γίνεται πιο οπισθοβαρές. Η προσαρμογή αυτή είναι πανευρωπαϊκή και δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρήθηκαν το 2020 σε ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ συνεχίστηκε η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όσον αφορά όμως την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, παραμένει το μειονέκτημα ότι το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιακής βάσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση των τραπεζών.
Αυτή είναι επί λέξη η διατύπωση της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία διατυπώνει τη σύστασή της για τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων. Αυτό που επίσης πρέπει να επισημανθεί είναι ότι οι τράπεζες δεν έχουν περιορισμό ούτε στο ύψος των αναβαλλόμενων αποθεματικών, ούτε ημερομηνία λήξης αυτών των κεφαλαίων. Ο επόπτης δέχεται οποιοδήποτε ύψος αναβαλλόμενης φορολογίας χωρίς επιφυλάξεις και οι παραινέσεις του έχουν περισσότερο συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Το εύκολο και προφανές είναι σταδιακά οι τράπεζες να πάνε σε αυξήσεις κεφαλαίου που θα σβήσουν ή θα περιορίσουν τον αναβαλλόμενο φόρο. Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνο θα μπορούσαν να συμψηφίζουν κέρδη με αναβαλλόμενο φόρο. Η, αν τους επιτραπεί να πουλήσουν αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις σε τρίτους, σε επιχειρήσεις που έχουν υψηλό φορολογητέο εισόδημα με κάποια έκπτωση κερδίζοντας παράλληλα από την αλλαγή του φορολογικού συντελεστή κάτι το οποίο είναι σύνηθες στο εξωτερικό.
Από εποπτικής αρχής αυτή η λύση δεν είναι απαγορευτική, ωστόσο έχει δημοσιονομικές παρενέργειες καθώς επιβαρύνει ανάλογα το Δημόσιο χρέος. Η συζήτηση μπορεί να φαίνεται ότι δεν είναι της παρούσης αφού τα κόκκινα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε καθυστέρηση είναι ακόμα 47 δισ. ευρώ. Αν ωστόσο οι τράπεζες κλείσουν και αυτό το κεφάλαιο θα μπορούμε να μιλάμε για την επιστροφή του συστήματος σε καταστάσεις κανονικότητας και τις τράπεζες να ανακτούν όχι μόνο το βασικό χρηματοδοτικό τους ρόλο στην οικονομία αλλά και το ενδιαφέρον ποιοτικότερων επενδυτικών κεφαλαίων.
Προς το παρόν οι ελληνικές τράπεζες έχουν το μεγαλύτερο ύψος αναβαλλόμενων φορολογικών κεφαλαίων στην Ευρώπη που αντιστοιχεί σχεδόν στο 84% των εποπτικών τους κεφαλαίων. Και αυτό εκτός από ιστορικό ρεκόρ είναι μια ελληνική πρωτοτυπία.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.