του Γιώργου Παυλόπουλου
Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια, όμως οι μνήμες από τα όσα συνέβησαν στις λεγόμενες «αναδυόμενες αγορές» κατά τη δεκαετία του ''90 και στις αρχές της αμέσως επόμενης παραμένουν ζωντανές. Μετατρέπονται δε σε συναισθήματα τρόμου και φρίκης όταν «σκαλίζονται» από την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις ίδιες χώρες ή τουλάχιστον σε πολλές από αυτές, όπως είναι (σε πρώτο πλάνο) η Αργεντινή και η Τουρκία, αλλά και (σε δεύτερο) η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και αρκετές από όσες ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Μια στοιχειώδης επαφή με τα γεγονότα, άλλωστε, πείθει ότι η απειλή του ντόμινο δεν αποτελεί θεωρία οικονομικών ή μαθηματικών παιγνίων, αλλά ένα απολύτως ρεαλιστικό σενάριο, εφόσον η κρίση συνεχιστεί και ενταθεί. Κάτι που φαίνεται σχεδόν σίγουρο ότι θα συμβεί, ειδικά στην Αργεντινή, η οποία κατέφυγε ήδη στο ΔΝΤ υιοθετώντας το γνωστό πακέτο των οδυνηρών μέτρων λιτότητας και φυσικά την Τουρκία, που προχωρά στην εφαρμογή προγράμματος ΔΝΤ χωρίς το ΔΝΤ και ετοιμάζεται για επιβολή capital controls.
«Το ξεπούλημα που παρατηρείται στις αναδυόμενες αγορές, το οποίο πυροδότησε ένα κύμα φυγής επενδυτών από την Τουρκία και την Αργεντινή, επεκτάθηκε την Τετάρτη και σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως η Ινδονησία, η Νότιος Αφρική, η Ρωσία, η Πολωνία και το Μεξικό», έγραφαν χθες χαρακτηριστικά οι Financial Times, ενώ το Bloomberg σημείωνε: «Δεν υπάρχουν στον ορίζοντα σημάδια ανακούφισης, καθώς οι μετοχές στις αναδυόμενες χώρας κατρακυλούν προς την περιοχή των "αρκούδων"» (όπως ονομάζονται οι αγορές σε φάση διαρκούς υποχώρησης).
Η απειλή μεγαλώνει, μάλιστα, καθώς σήμερα εμφανίζονται να είναι ευάλωτες στις αναταράξεις και την κρίση και αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες ουσιαστικά δεν έχουν συνέλθει από το σοκ του 2008, που εκδηλώθηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου, δέκα χρόνια νωρίτερα. Η Ιταλία είναι, πιθανότατα, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς η οικονομία της ασθμαίνει για μια ακόμη φορά, ενώ η κυβέρνησή της δηλώνει ότι δεν θα διστάσει να προκαλέσει μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες.
Πριν 20 χρόνια...
Ας υπενθυμίσουμε, λοιπόν, σε όσους δεν γνωρίζουν, το έχουν λησμονήσει ή επιμένουν να το κρατούν στο περιθώριο, ότι ενώ στις αρχές Δεκεμβρίου του 1994, ένα αμερικανικό δολάριο αντιστοιχούσε σε 3,3 μεξικάνικα πέσος, μόλις τρεις μήνες αργότερα, η αναλογία είχε εκτιναχθεί στο ένα προς οκτώ. Αυτός ήταν και ο προάγγελος των όσων θα συνέβαιναν μετά από τέσσερα περίπου χρόνια στις λεγόμενες «ασιατικές τίγρεις» (Ινδονησία, Μαλαισία, Φιλιπίνες και Ταϊλάνδη) και τη Νότια Κορέα, καθώς μέσα στο δεύτερο μισό του 1998, τα νομίσματά τους έχασαν το ένα τρίτο της αξίας τους έναντι του δολαρίου. Όσο για τη Βραζιλία, είδε την ισοτιμία του ρεάλ να υποχωρεί κατά 40% μέσα σε τρεις εβδομάδες του 1999, ως συνέπεια της απόφασης της κυβέρνησης να επιτρέψει την ελεύθερη διακύμανσή του στις αγορές συναλλάγματος.
Την ίδια περίοδο, η Ρωσία του Γιέλτσιν, η οποία βίωνε ακόμη τις συνέπειες της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, έζησε το δικό της δράμα. Η κρίση στην Ασία γρήγορα επεκτάθηκε στην αδύναμη οικονομία της με αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, η απόφαση της κεντρικής τράπεζας να επιτρέψει ελεύθερη διακύμανση του ρουβλίου, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1998, να το οδηγήσει στο να χάσει τα δύο τρίτα της αξίας του, επίσης μέσα σε τρεις εβδομάδες.
Οι επόμενοι κρίκοι στην ίδια αλυσίδα ήταν η Τουρκία και η Αργεντινή. Έχοντας αμφότερες καταφύγει στο ΔΝΤ για να γλιτώσουν τα χειρότερα, τελικά οδηγήθηκαν στα... χείριστα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τις γνωστές πολιτικές συνέπειες: Η μεν Αργεντινή οδηγήθηκε στη χρεοκοπία, με τον τότε πρόεδρο Φερνάντο ντε λα Ρούα, να εγκαταλείπει το προεδρικό μέγαρο με... ελικόπτερο, εγκαταλείποντας την εξουσία. Στη δε Τουρκία, αυτή ήταν ουσιαστικά η τελευταία πράξη του Μπουλέντ Ετσεβίτ και των κεμαλιστών, καθώς η τεράστια κρίση επιτάχυνε την έλευση στην εξουσία, το 2002, του ισλαμικού Κόμματος Δικαοσύνης και Ανάπτυξης και του Ταγίπ Ερντογάν.
«Σύμπτωση» στα αίτια
Εντυπωσιακές είναι και οι «συμπτώσεις» όσον αφορά στα αίτια της τότε και της σημερινής κρίσης και στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ινστιτούτου IIF, ενώ οι εισροές κεφαλαίου στις ασιατικες χώρες ανέρχονταν σε 93 δισ. δολάρια το 1996, ένα μόλις χρόνο μετά, το 1997, είχαν μετατραπεί σε εκροές 12 δισ., εξαιτίας της σύσφιξης της νομισαμτικής πολιτικής από την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, καταγράφηκε μια απώλεια ρευστότητας της τάξης των 105 δισ. δολαρίων, ποσό που αντιστοιχούσε στο 11% του ΑΕΠ των χωρών εκείνης της περιοχής το ίδιο έτος.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια αντίστοιχη φάση του οικονομικού κύκλου, οι συνέπειες της οποίας όμως ίσως αποδειχθούν πιο επώδυνες καθώς η παγκόσμια οικονομία βιώνει ακόμη της συνέπειες του 2008 και της κρίσης που ξέσπασε τότε. Πιο συγκεκριμένα, ενώ οι εισροές ιδιωτικών κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές έφτασαν το ένα τρις δολάρια το 2010, αυξήθηκαν περαιτέρω στα 1,35 τρισ. το 2013 και παρέμειναν υψηλές το 2014, στο 1,1 τρισ., η κατάσταση άρχισε να αλλάζει δραματικά μετά το 2015, εξαιτίας της απόφασης της Fed για σταδιακή διακοπή της εκτύπωσης χρήματος και αύξησης των επιτοκίων – κάτι που συνεχίζεται και για το 2018.
Οι αναλογίες και οι συνέπειες είναι προφανείς. Όπως εύστοχα έγραψε στέλεχος της PricewaterhouseCoopers, «όταν ο Ερντογάν ήρθε στην εξουσία το 2002, οι ΗΠΑ άρχισαν να μειώνουν τα επιτόκιά τους και έτσι, για τα προηγούμενα 15 χρόνια, ζήσαμε σε ένα κόσμο μεγάλης ρευστότητας και φτηνού χρήματος. Έτσι, στην πράξη, η Τουρκία αντικατέστησε το χρέος της στο ΔΝΤ με δανεισμό από άλλες πηγές». Πλέον, είναι φανερό ότι τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Ακριβώς δε όπως οι κρίσεις της δεκαετίας του ''90 και των αρχών του 2000 πυροδότησαν και σοβαρές πολιτικές ανακατατάξεις και ανατροπές, αυτό είναι το πιθανότερο σενάριο και σήμερα.
Φοβού την κρίση!
Με άλλα λόγια: Ο «σουλτάνος» δεν πρέπει να αισθάνεται πολύ σίγουρος πάνω στον θρόνο του. Ο Αργεντίνος πρόεδρος Μάκρι είναι πιθανό να κάνει ήδη σχέδια για τη ζωή του μετά την προεδρία (οι εκλογές είναι το 2019). Οι Βραζιλιάνοι εναποθέτουν ξανά τις ελπίδες τους στον Λούλα, έστω κι αν βρίσκεται στη φυλακή. Οι Ιταλοί στηρίζουν μαζικά μια κυβέρνηση που τους υπόσχεται περισσότερα χρήματα και παροχές και καλύτερο βιωτικό επίπεδο, αν και χωρίς παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων. Ακόμη και ο «τσάρος» Πούτιν (που πήρε τα ηνία από τον Γιέλτσιν λίγο μετά την κρίση του 1998, για να σώσει τη Ρωσία από την καταστροφή) βλέπει για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια χιλιάδες συμπατριώτες του να διαδηλώνουν κατά της αύξησης των ορίων στην ηλικία συνταξιοδότησης και άλλου είδους περικοπές.
Η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται.