Του Νικήτα Παπαντωνίου-Καρτάλη
Η κρίση ανάγκασε την Ελλάδα να γίνει πιο φιλική στο τουρισμό. Οι αφίξεις των τουριστών το 2017 ξεπέρασαν τα 30 εκατομμύρια επισκέπτες ενώ το 2009 ήταν στα 14.9 εκατομμύρια, παρουσιάζοντας μία αύξηση της τάξης του 100% σύμφωνα τε την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Αντίστοιχα τα έσοδα αυξήθηκαν μόλις κατά 40% δείχνοντας ότι η ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα δεν έχει γίνει με τουρίστες υψηλών εισοδημάτων. Αυτό αποτυπώνεται και από το μέσο κόστος ταξιδιού όπου η μείωση υπολογίζεται στο 30%. Από την άλλη μεριά οι νέες ξενοδοχειακές μονάδες που δημιουργούνται είναι κυρίως ξενοδοχεία τα οποία χαρακτηρίζονται από 3 αστέρια και πάνω, δείχνοντας ότι οι επενδύσεις γίνονται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση.
Ο τουρισμός αποτελεί ίσως την νέα ατμομηχανή της Ελληνικής οικονομίας μετά την φρενίτιδα που προκάλεσε η διόγκωση της οικοδομής την προηγούμενη δεκαετία. Πολλοί αναλυτές και οικονομολόγοι λένε ότι ο τουρισμός ως «κλάδος της οικονομίας» δεν μπορεί να αποτελεί από μόνος του την αιχμή του δόρατος της ανάπτυξης υπό την έννοια ότι η εποχικότητά του, οι μεταβολές του και οι αστάθμητοι παράγοντες που συντελούν στην αύξηση του τουριστικού προϊόντος είναι πολλοί και ευμετάβλητοι. Ένας γνωστός οικονομολόγος το είχε πει με γλαφυρότητα «Ο τουρισμός δεν μπορεί να αποτελεί το κυρίως πιάτο αλλά το επιδόρπιο που κάνει την διαφορά σε μία οικονομία». Μπορεί λοιπόν ο τουρισμός να μην είναι από μόνος του το «φάρμακο» της Ελληνικής οικονομίας όμως σίγουρα είναι ένα συστατικό του ΑΕΠ της χώρας το οποίο θα συντελέσει στα επόμενα χρόνια στην όσο πιο άμεση και γρήγορη ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ελλήνων Ξενοδόχων (ΕΕΞ) οι ξενοδοχειακές μονάδες ενός ή δύο αστέρων την περίοδο 2000-2017 μειώθηκαν κατά 8% ενώ αντίθετα τα ξενοδοχεία 3-5 αστέρων αυξήθηκαν κατά 90% στην ίδια περίοδο. Το παράδοξο είναι ότι ενώ αυξάνεται ο τουρισμός με «πελάτες» κατώτερων οικονομικών δεδομένων η αύξηση των ξενοδοχειακών μονάδων γίνεται σε υποδομές αναβαθμισμένης ποιότητας και τιμής. Ακόμη και τώρα όμως τα ξενοδοχεία (2017) ενός και δύο αστέρων έχουν μερίδιο αγοράς πάνω από το 50% (54.1%) αποτελώντας τη κύρια κατηγορία ξενοδοχείων.
Η Ελλάδα για το 2017 βρίσκεται στην 24η θέση της ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας στον τομέα του τουρισμού στο σύνολο των 136 χωρών χάρις την προώθηση του τουριστικού προϊόντος καθώς και με τις προσπάθειες για προβολή του φυσικού κάλους της χώρας σύμφωνα με την έρευνα UNTWO (World Tourism Barometer). Όμως μένουν πολλά να γίνουν ώστε η Ελλάδα να καταστεί πρώτος προορισμός στην Ευρωπαϊκή Μεσόγειο. Αυτή τη στιγμή η χώρα βρίσκεται στην 4η θέση πίσω από την Ισπανία, Ιταλία και τη Κύπρο. Η ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού τουρισμού καθώς και η βελτίωση της «ποιότητας» των επισκεπτών περνάει στην δημιουργία υποδομών από την σύμπραξη κράτους και ιδιωτών τόσο σε θέματα μετακινήσεων όσο και στις υποδομές σε βουνά και θάλασσες. Η ενίσχυση των υποδομών αυτών θα φέρει πρόσθετη αξία στα καινούργια καταλύματα υψηλών προδιαγραφών που δημιουργούνται στην Ελληνική επικράτεια αλλά και θα τονώσει και άλλο το επενδυτικό ενδιαφέρον για κατασκευή υψηλών προδιαγραφών ξενοδοχειακών μονάδων και άλλων επενδύσεων που σχετίζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα με την τουριστική βιομηχανία. Αποτέλεσμα αυτών των κινήσεων σε συνδυασμό με την μεταβολή των όρων δόμησης καθώς και την δημιουργία καλού επενδυτικού περιβάλλοντος θα δώσουν την απαραίτητη ώθηση στην Ελληνική οικονομία.