Τον Μάιο, η ΕΚΤ είναι πιθανό ότι θα αποφασίσει μια ακόμη αύξηση επιτοκίου αυτή τη φορά της τάξεως του 0,25%.
Αρκεί το «πάγωμα» των επιτοκίων στα στεγαστικά;
Shutterstock
Shutterstock

Αρκεί το «πάγωμα» των επιτοκίων στα στεγαστικά;

Τον Μάιο, η ΕΚΤ είναι πιθανό ότι θα αποφασίσει μια ακόμη αύξηση επιτοκίου αυτή τη φορά της τάξεως του 0,25%.

Από τις 27 Απριλίου, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης θα μπουν και πάλι σε «περίοδο σιωπής» ενόψει της επόμενης συνεδρίασης του διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τον Μάιο, η ΕΚΤ είναι πιθανό ότι θα αποφασίσει μια ακόμη αύξηση επιτοκίου αυτή τη φορά της τάξεως του 0,25% καθώς ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε μεν τον Μάρτιο αλλά παραμένει στο επίπεδο του 6,9%.

Αυτή η αύξηση δεν θα επηρεάσει τις δόσεις των στεγαστικών δανείων εκατοντάδων χιλιάδων δανειοληπτών στην Ελλάδα. Από την 1η Μαΐου, θα έχει ενεργοποιηθεί το πλαφόν στα επιτόκια των ενήμερων στεγαστικών δανείων και η δόση θα έχει κλειδώσει στο επίπεδο της 31ης Μαρτίου (και λίγο χαμηλότερα από αυτό ήτοι περίπου 20 μονάδες βάσης).

Και αν υπάρξει και άλλη μια αύξηση από την ΕΚΤ μέσα στο 1ο εξάμηνο (και πάλι 0,25% όπως είναι το βασικό σενάριο προκειμένου η αύξηση του επιτοκίου να κορυφωθεί στο 4%) και πάλι οι δόσεις των στεγαστικών δανείων θα παραμείνουν σταθερές. Εγείρεται όμως το ερώτημα: αρκεί αυτό για να παραμείνουν τα δάνεια ενήμερα;

Από τον Ιούνιο του 2022 μέχρι σήμερα, όλα τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο έχουν επιβαρυνθεί με 350 μονάδες βάσης δηλαδή 3,5%. Από αυτή την επιβάρυνση, ο δανειολήπτης έχει επωμιστεί το κόστος για τις 330 μονάδες και η τράπεζα για τις 20 μονάδες. Άρα, η αναλογία των βαρών είναι αυτή τη στιγμή 94,3% για τον δανειολήπτη και 5,7% για την τράπεζα.

Αν το επιτόκιο της ΕΚΤ αυξηθεί κατά 50 μονάδες επιπλέον μέχρι τον Ιούνιο - κόστος που θα απορροφήσει η τράπεζα - η αναλογία των βαρών θα γίνει 82,5% για τον δανειολήπτη και 17,5% για την τράπεζα. Σε πρακτικό επίπεδο, στο δάνειο των 100.000 ευρώ, η δόση μπορεί να σταματήσει να αυξάνει όμως θα παραμείνει περίπου 30% μεγαλύτερη σε σχέση με τα προ πληθωριστικής κρίσης επίπεδα.

Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα: θα μπορέσουν τα νοικοκυριά να σηκώσουν αυτό το πρόσθετο βάρος μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία αποκλιμάκωσης των ευρωπαϊκών επιτοκίων η οποία δεν αναμένεται να γίνει νωρίτερα από τα μέσα του 2024; Προφανώς δεν είναι τα οικονομικά δεδομένα όλων των νοικοκυριών τα ίδια.

Όμως τόσο οι τράπεζες όσο και οι servicers θα πρέπει να είναι σε θέση να προτείνουν βιώσιμες λύσεις  -εξατομικευμένες- σε όσους επικαλεστούν αδυναμία, λύσεις οι οποίες δεν φορτώνουν τον οφειλέτη με μεγάλα βάρη με «αντάλλαγμα» την αποκλιμάκωση της δόσης σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Παράδειγμα: η επιμήκυνση στη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου περιορίζει το ύψος της μηνιαίας δόσης.

Για να εξασφαλίσει όμως ο δανειολήπτης το πρόσθετο χρονικό περιθώριο, δεν θα πρέπει να υποχρεωθεί σε αναθεώρηση της σύμβασης ώστε να αυξηθεί και το spread του δανείου. Διότι σε αυτή την περίπτωση, η μηνιαία δόση θα συγκρατηθεί αλλά το τελικό ποσό που θα πρέπει να πληρώσει ο δανειολήπτης θα γίνει πολύ μεγαλύτερο.

Το μεγάλο «στοίχημα» για το επόμενο 12μηνο θα είναι να παραμείνουν «πράσινα» τα δάνεια που και σήμερα εξυπηρετούνται κανονικά. Να διαγνωστούν εγκαίρως οι περιπτώσεις δανείων που θα κινδυνέψουν να μπουν σε καθυστέρηση και να βρεθούν άμεσες λύσεις πριν φτάσουμε στο «κόκκινο»

Διαβάστε επίσης:

Ρυθμίσεις χρεών: Ειδοποιητήρια της ΑΑΔΕ μετά το Πάσχα για επανένταξη - Οι προϋποθέσεις