Αρκούν ο φθηνός δανεισμός και τα υψηλά φορολογικά έσοδα για να πετύχει η χώρα;
Shutterstock
Shutterstock

Αρκούν ο φθηνός δανεισμός και τα υψηλά φορολογικά έσοδα για να πετύχει η χώρα;

Η Ευρώπη ασθμαίνει. Η δημοσιονομική εκτροπή στη Γαλλία και στη Γερμανία είναι ορατή. Η βιομηχανική παραγωγή στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθεί πτωτική πορεία. Η γερμανική οικονομία βρέθηκε βυθισμένη στην ύφεση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Κάτι που συμβαίνει μόλις για δεύτερη φορά από το 1950. Και για το 2025 αναμένεται μια ανεπαίσθητη άνοδος του ΑΕΠ, την οποία η Bundesbank προσδιορίζει στο +0,2%. Η αδύναμη παγκόσμια ζήτηση, ο ανταγωνισμός των κινεζικών προϊόντων, το ενεργειακό αδιέξοδο, η αυξανόμενη απόσταση από τις παγκόσμιες τεχνολογικές εξελίξεις και η αναμενόμενη εφαρμογή δασμών από τις ΗΠΑ, συνθέτουν ένα σκηνικό, όχι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο για την οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου.

Μέσα σε αυτό το αρνητικό περιβάλλον η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του +2%. Ως αποτέλεσμα καταγράφεται κάποια σύγκλιση με τους μέσους οικονομικούς δείκτες και το επίπεδο ζωής της Ευρωζώνης. Μιας Ευρωζώνης, η οποία όπως προαναφέρθηκε βρίσκεται στα όρια της στασιμότητας.

Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμούν ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί ανάμεσα στο +1% και στο +1,5%. Ως αποτέλεσμα της λήξης των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και των υπολοίπων ευρωπαϊκών διαρθρωτικών προγραμμάτων.

Ουσιαστικά σήμερα η εγχώρια ανάπτυξη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους προαναφερθέντες πόρους, αλλά και στην κατανάλωση. Η κατανάλωση ως ποσοστό επί του ΑΕΠ βρίσκεται πέριξ του 70%. Δηλαδή είναι αυξημένη κατά 30% σε σχέση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τι σημαίνει τούτο; Ότι οι εγχώριοι διαθέσιμοι πόροι για επενδύσεις είναι λιγοστοί και ανεπαρκείς, για να δώσουν ώθηση στην οικονομία.

Το γεγονός αυτό μαζί με το άνοιγμα της ψαλίδας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που κυμαίνεται κοντά στο 7% αποτελούν τα βασικά τρωτά σημεία πίσω από την πανοπλία της ανάπτυξης. Η αύξηση των εξαγωγών και των εσόδων από τον τουρισμό, αδυνατούν να κλείσουν το άνοιγμα που προκύπτει από τον όγκο των εισαγωγών με αποτέλεσμα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου να διευρύνεται. Και όσον αφορά τον τουρισμό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει εμφανής υστέρηση σε σχέση με τα έσοδα που καταγράφουν άλλες χώρες, που επίσης έχουν σημαντική έκθεση στην τουριστική βιομηχανία. Όπως είναι για παράδειγμα η Ισπανία, η οποία υποδεχόμενη 94 εκατ. τουρίστες εμφάνισε έσοδα της τάξης των 126 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή που η χώρα μας υποδεχόμενη 35 εκατ. τουρίστες εμφάνισε έσοδα της τάξης των 22 δισ. ευρώ.

Με δυο λόγια, η Ελλάδα δεν αποταμιεύει, δυσκολεύεται να επενδύσει, καταναλώνει και ταυτόχρονα αδυνατεί να παράγει τον όγκο των ανταγωνιστικών εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στο αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα.

Ωστόσο, θα ήταν άδικο να μην σημειώσουμε τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε μια σειρά από τομείς, με πρώτο και καλύτερο τον δημοσιονομικό. Η χώρα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αρκετοί αναλυτές θεωρούν υπερβολικά. Εισπράττει υψηλότερα φορολογικά έσοδα με τους ίδιους ή χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, παρ’ όλο που εδώ οι πληθωριστικές τάσεις «αυξάνουν» τη φορολογητέα ύλη. Η επίτευξη των στόχων, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην επιτυχημένη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις φορολογικές αρχές. Γεγονός που κάνει τους πολίτες να διερωτώνται για ποιο λόγο δεν επεκτείνεται η χρήση ψηφιακών εργαλείων στο σύνολο της δημόσια διοίκησης.

Άλλωστε, η γραφειοκρατία είναι ο βασικός υπαίτιος για τη χαμηλή εκταμίευση των πόρων που απορροφά η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Έτσι, ενώ η χώρα μας κατατάσσεται ψηλά στις απορροφήσεις, βρίσκεται χαμηλά ως προς τις τελικές εκταμιεύσεις προς τους τελικούς δικαιούχους. Το ΑΕΠ, όμως, δεν αυξάνεται με τις απορροφήσεις που είναι «εγγραφές λογιστικής μορφής», αλλά με τη μετατροπή των εκταμιευμένων κονδυλίων σε επενδύσεις. Και εδώ καταγράφεται υστέρηση.

Δηλαδή δεν πρέπει να απολαμβάνουμε τις επιτυχίες της εθνικής οικονομίας; Ασφαλώς και πρέπει. Ωστόσο, θα πρέπει παράλληλα να τοποθετούμε τα πάντα στη σωστή τους βάση. Πανηγυρίζουμε για την επιτυχή έκδοση των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, λήξεως 15 Ιουνίου 2035, με ISIN: GR0124041758.

Και πράγματι αποτελεί επιτυχία ότι καλύφθηκε από νωρίς το 50% του ετήσιου στόχου άντλησης κεφαλαίων που έχει θέσει η κυβέρνηση για το 2025 από τις αγορές χρέους, ότι το επιτόκιο βρέθηκε στο 3,625% και ότι καταγράφηκε υπερκάλυψη της έκδοσης κατά 1000%.

Στα ακόλουθα γραφήματα της Τράπεζας της Ελλάδας βλέπουμε την κατανομή των επενδυτών που τοποθετήθηκαν στη δεκαετή έκδοση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, με γεωγραφικά κριτήρια (στο αριστερό γράφημα) και με βάση το είδος των επενδυτών (στο δεξί γράφημα).

Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε ότι δανειζόμαστε με 3,625% τη στιγμή που η ανάπτυξη της οικονομίας βρίσκεται πέριξ του +2%. Με τις εκτιμήσεις όπως προαναφέραμε να συγκλίνουν προς το +1% έως και +1,5% για τα επόμενα χρόνια. Με δυο λόγια δανειζόμαστε πιο ακριβά, από όσο αναπτυσσόμαστε. Αν ήμασταν δηλαδή μια ιδιωτική επιχείρηση, θα είχαμε βάλει λουκέτο.

Μα έτσι δεν κάνουν όλες οι χώρες; Αρκετές, ναι. Όμως η Ελλάδα έχει ήδη ένα τεράστιο χρέος σε απόλυτους αριθμούς και ένα υπερβολικό ποσοστό όσον αφορά τη σχέση Χρέους ως προς το ΑΕΠ. Και μπορεί η σχέση αυτή να είναι φθίνουσα, ωστόσο παραμένει ιδιαίτερα υψηλή.

Η Ελλάδα επιπλέον, εμφανίζει δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές. Συνεχίζει να υστερεί όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Παρουσιάζει επενδυτικό έλλειμμα. Παράλληλα, δεν διαχειρίζεται με ιδιαίτερη επιτυχία το εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο δείχνει ότι η χώρα στέλνει περισσότερα ευρώ στο εξωτερικό από όσα εισπράττει.

Η ικανοποίηση από την τρέχουσα αναπτυξιακή πορεία της χώρας, είναι θεμιτή. Ωστόσο, υποκρύπτει τον κίνδυνο της επανάπαυσης και της επιλογής της οδήγησης στον αυτόματο πιλότο. Ο αυτόματος πιλότος όμως είναι ανεπαρκής. Η οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στα αυξημένα φορολογικά έσοδα, στους ευρωπαϊκούς πόρους και στον χαμηλότοκο δανεισμό.

Χρειάζεται και άλλα συστατικά στοιχεία, που προϋποθέτουν την πλήρη εγρήγορση και αποτελεσματικότητα, καθώς το παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό μοιάζει με κινούμενο άμμο, που καθιστά την προσπάθεια για μείωση της απόστασης της Ελλάδας από την υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιαίτερα επίπονη, απαιτητική και αβέβαιη.