Του Γιώργου Φιντικάκη
Το τάιμινγκ της ανακοίνωσης του Τιτάνα για τη μεταφορά της έδρας του στο Βέλγιο λέει πολλά για το country risk αλλά και γενικότερα για το μέλλον της χώρας.
Χρόνια τώρα ο γνωστός εξωστρεφής όμιλος εξέταζε να μεταφέρει την έδρα του στο εξωτερικό, αναβάλλοντας ωστόσο συνεχώς την απόφαση και μάλιστα σε περιόδους όπου η Ελλάδα φιγουράριζε καθημερινά ως αρνητικός πρωταγωνιστής στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Την πήρε τώρα, δύο μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, όπου η χώρα δεν δίνει τόσο συχνά αφορμές για αρνητικά σχόλια και θεωρητικά τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Αυτό είναι το πρώτο ανησυχητικό σημείο της απόφασης του Τιτάνα που κρούει το καμπανάκι και δείχνει αρκετά πράγματα για την υγεία της ελληνικής οικονομίας.
Το δεύτερο σημείο αφορά σε αυτά καθ' εαυτά τα αποτυπώματα της κρίσης στη φήμη της χώρας και στη κατάσταση του τραπεζικού συστήματος. Τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ, δείχνουν ότι τον Αύγουστο του 2018, το μέσο επιτόκιο που θα μπορούσε να πετύχει μια επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα για ένα νέο δάνειο ύψους 1 εκατ. ευρώ, ήταν 4,75%, έναντι ενός μέσου όρου 2,03% στην Ευρωζώνη. Δηλαδή η ψαλίδα βρισκόταν στο 2,72%.
Ένα χρόνο πριν, τον Αύγουστο του 2017, ενώ δηλαδή η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε Μνημόνιο, η ψαλίδα ήταν στο 2,89%, τον Αύγουστο του 2016, στο 2,87%, και το Μάιο του 2014, στο 2,32%. Τα τέσσερα δηλαδή τελευταία χρόνια, αντί να μειωθεί η ψαλίδα των επιτοκίων χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα ανάμεσα σε Ελλάδα και Ευρωζώνη, τελικά εκείνη... αυξήθηκε.
Αν διεθνείς συνθήκες δυσκολέψουν, τότε η επιτοκιακή αυτή διαφορά μπορεί και να μεγαλώσει, γιατί όσο καθυστερεί να βγει το Δημόσιο στις αγορές (4,38% χθες η απόδοση στο ελληνικό 10ετές), τόσο δεν θα μειώνεται ή θα αυξάνεται και το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.
Ένας σημαντικός λοιπόν λόγος είναι οι προβληματικοί όροι δανεισμού, αλλά δεν είναι ο μόνος, αφού σύμφωνα με την ανακοίνωση του Τιτάνα, η έδρα μεταφέρεται στο Βέλγιο, αλλά η διοίκηση θα ασκείται από τη Κύπρο, και όχι πλέον από την Ελλάδα. Στη πράξη ο Τιτάνας αποδεσμεύεται εντελώς από τον χαρακτηρισμό ως ελληνική εταιρεία, κάτι που δεν βοηθά ιδιαίτερα στις διεθνείς αγορές, σαν τα χρηματιστήρια Euronext των Βρυξελλών και του Παρισιού, όπου και πρόκειται να εισαχθεί.
Σίγουρα η εισαγωγή σε μεγάλο ξένο χρηματιστήριο για μια οποιαδήποτε ελληνική εταιρεία ενισχύει τους όγκους διαπραγμάτευσης μιας μετοχής, βελτιώνει τη ρευστότητά της, αυξάνει το visibility στα μάτια των θεσμικών επενδυτών που παρακολουθούν και εμπιστεύονται πολύ περισσότερο τα μεγάλα χρηματιστήρια, αρκεί ο ελληνικός αυτός όμιλος να δείχνει αποστασιοποιημένος από τα προβλήματα της χώρας. Και η μεταφορά έδρας στο εξωτερικό όπως συνέβη και στη περίπτωση άλλων εξαγωγικών εταιρειών παλαιότερα, δηλαδή της Βιοχάλκο της Coca Cola 3E, και της ΦΑΓΕ, πέραν όλων των άλλων, βοηθά και σε αυτό.
Το πιο ηχηρό όμως απ' όλα τα καμπανάκια αφορά στο μακροπρόθεσμο μέλλον της Ελλάδας. Τέτοιου βεληνεκούς όμιλοι κάνουν προβολές για δεκαετίες μπροστά, και αποφαίνονται αφού συνυπολογίσουν πληθώρα σεναρίων για το μακροοικονομικό περιβάλλον της κάθε χώρας.
Η μεταφορά έδρας αποφασίζεται αφού πρώτα η χώρα περάσει από το μικροσκόπιο των αναλυτών για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της, προσαρμοσμένες πάνω σε διάφορα σενάρια, ανάλογα πάντα με τις διεθνείς συνθήκες. Και αν αυτές δυσκολέψουν, όπως προβλέπουν αρκετοί σοβαροί οργανισμοί, τότε η Ελλάδα, μια χώρα με το υψηλότερο ποσοστό χρέους (180% του ΑΕΠ) θα έχει θέματα τα επόμενα χρόνια.
Η εμπειρία εξάλλου, όπως λένε τραπεζικά στελέχη, έχει δείξει ότι η Ελλάδα επηρεάζεται από τις διεθνείς εξελίξεις με συντελεστή συσχέτισης (Beta), μεγαλύτερο του 1. Αν δηλαδή η διεθνής αγορά πέφτει 1 φορά, η Ελλάδα πέφτει 1,5, κ.ό.κ. Μια μεταφορά έδρας λοιπόν στο εξωτερικό, καθιστά μια εταιρεία πιο παγκόσμια και λιγότερο ελληνική στα μάτια όλων, επενδυτών, τραπεζών, αναλυτών, καθώς δείχνει ότι δεν σχετίζεται με τα προβλήματα της χώρας, όποια κι αν είναι αυτή.
Έπειτα υπάρχει και η μεγαλύτερη εικόνα. Όταν ο πληθυσμός της Ελλάδας, λόγω υπογεννητικότητας, προβλέπεται (ΕΛΣΤΑΤ, Eurostat), πως το 2060 θα είναι κατά 2,4 εκατ. πολίτες μικρότερος απ' ό,τι προβλεπόταν το 2011, αυτό λέει από μόνο του πάρα πολλά για την οικονομία και την ανάπτυξη, που γι' αυτό ακριβώς θα αυξάνεται μακροπρόθεσμα με ρυθμούς 1%, όπως έχει προβλέψει το ΔΝΤ. Ρυθμοί όμως 1% δεν πρόκειται ούτε τα κόκκινα δάνεια να μειώσουν, ούτε το συνταξιοδοτικό να διασφαλίσουν. Τα παραπάνω θα έπρεπε να ηχούν όχι ένα αλλά πολλά καμπανάκια μαζί.