Τα οικονομικά αποτελέσματα των αμερικανικών τραπεζών για το τέταρτο τρίμηνο του 2023 και στην ουσία για όλη τη χρονιά δείχνουν τη μεγάλη εικόνα για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις αναφορές του διεθνούς οικονομικού Τύπου και τα σχόλια των αναλυτών, οι ανακοινώσεις δεν περιείχαν μεγάλες εκπλήξεις, όπως φάνηκε και από τις κινήσεις των μετοχών τους, εκτός της Wells Fargo που υποχώρησε κατά 3,34%. Η σημαντική επιβάρυνση που προέκυψε από την ανάγκη ενίσχυσης του ταμείου εγγύησης καταθέσεων, το οποίο έπαθε ζημιά 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τη μεγάλη αναταραχή της περασμένης άνοιξης στις περιφερειακές τράπεζες, ήταν κάτι γνωστό από πριν.
Έτσι, τα 8,6 δισεκατομμύρια δολάρια που έφυγαν από τα ταμεία των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών δεν θορύβησαν τους επενδυτές. Ακόμα και οι μάλλον μη αναμενόμενες ζημιές της Citigroup, οι οποίες προέκυψαν από τη δραστηριοποίησή της στην Αργεντινή και τη Ρωσία δεν φάνηκε να πτοούν την αγορά αφού στο τέλος της ημέρας η μετοχή της τράπεζας έκλεισε σε θετικό έδαφος. Μιλώντας για την ίδια τράπεζα, η ανακοίνωση για τις επερχόμενες απολύσεις περίπου 20.000 εργαζομένων δεν αποκλείεται και να χαροποίησε τους επενδυτές.
Όπως είπαμε προηγουμένως, η μόνη τράπεζα που είδε τη μετοχή της να σημειώνει πτώση άξια λόγου ήταν η Wells Fargo. Αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο παράδοξο, καθώς ήταν η μόνη τράπεζα από τις τέσσερις με αύξηση κερδών, με άνοδο κατά 9% από την αντίστοιχη περίοδο του 2022.
Κοιτώντας όμως τα σχόλια του Τύπου και ορισμένες αναφορές αναλυτών, για την αρνητική αυτή συμπεριφορά υπήρχε συγκεκριμένος λόγος: κατά τη διάρκεια της παρουσίασης προς τους επενδυτές και τους αναλυτές, η διοίκηση της τράπεζας είπε πως τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα (NII, έσοδα από τόκους δανείων μείον τα έξοδα από τόκους στις καταθέσεις) ήταν πεσμένα κατά 5% και, ακόμα χειρότερα, προειδοποίησε πως το NII θα μειωθεί το 2024 κατά 7% έως 9% λόγω της αναμενόμενης μείωσης των επιτοκίων αναφοράς και της εκτίμησης για χαμηλότερη ζήτηση για χορήγηση νέων δανείων.
Η αλήθεια είναι πως αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους φόβους της αγοράς και των επενδυτών και γι’ αυτό είδαμε τη μετοχή να πέφτει έτσι.
Αυτή όμως δεν είναι η μόνη αρνητική γεύση που άφησαν τα αποτελέσματα των μεγάλων τραπεζών. Στην πρώτη παράγραφο του σχετικού ρεπορτάζ του Reuters διαβάζουμε πως οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες σημείωσαν πτώση στην κερδοφορία τους εν μέσω εκτάκτων εξόδων, μεγάλου αριθμού απολύσεων, ενώ έχουν εμφανιστεί σημάδια επιβράδυνσης της μεγάλης ώθησης που έδωσε στα κέρδη τους η άνοδος των επιτοκίων και ορισμένα καταναλωτικά δάνεια έχουν αρχίσει να «ξυνίζουν».
Στη δεύτερη παράγραφο σημειώνεται πως οι διοικήσεις των τραπεζών επισήμαναν την καλή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι καταναλωτές, παρά το γεγονός πως το επίπεδο κατάπτωσης καταναλωτικών δανείων έχει αρχίσει να ανεβαίνει και να επιστρέφει στα προ πανδημίας επίπεδα. Και οι τέσσερις τράπεζες χρειάστηκε να προβούν σε μεγαλύτερες προβλέψεις ενόψει της δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις προέβησαν και στην πλήρη διαγραφή δανείων.
Στην Bank of America οι οριστικές διαγραφές δανείων, κυρίως στον τομέα των πιστωτικών καρτών και των δανείων για ακίνητα εμπορικής χρήσης έφθασαν στο τέταρτο τρίμηνο του 2023 στα 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια από 931 εκατομμύρια το προηγούμενο τρίμηνο. Σε άρθρο του John Foley για το Breakingviews του Reuters διαβάζουμε πως οι μεγάλες τράπεζες «σπαρταράνε», ανάμεσα και σε άλλα, λόγω των αυξανόμενων «κακών δανείων».
Ο αρθρογράφος παρατήρησε πως και οι τέσσερις μεγάλοι δανειστές συμφωνούν πως έχει αρχίσει να μειώνεται η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών, κυρίως στον τομέα των πιστωτικών καρτών και των δανείων για εμπορικά ακίνητα. Επισήμανε επίσης πως το ποσοστό κατάπτωσης των δανείων σε πιστωτικές κάρτες για τη Citigroup ανέβηκε στο 3,8% από 2,2% πριν ένα χρόνο και πως η Bank of America διέγραψε οριστικά 107 εκατομμύρια δανείων προς εταιρείες που διαχειρίζονται εμπορική ακίνητη περιουσία που προορίζεται για χρήση σαν γραφεία.
Με το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχαν ασχοληθεί και οι Financial Times μερικές μέρες πριν την ανακοίνωση των τραπεζικών αποτελεσμάτων. Συμφωνώντας στην ουσία με αυτά που διαβάσαμε στο Reuters, οι Financial Times αναφέρθηκαν και στην εκτίμηση των αναλυτών του Bloomberg πως το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (αυτών δηλαδή για τα οποία έχουν σταματήσει οι πληρωμές τόκων για 90 και πλέον μέρες) στις τέσσερις μεγάλες τράπεζες στο τέλος του 2023 θα έφθανε στα 24 περίπου δις δολάρια, αυξημένο κατά 6 δισεκατομμύρια από το τέλος του 2022.
Η αγγλική εφημερίδα συμπληρώνει πως παρά την άνοδό τους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι ακόμα λιγότερα από τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν πριν την πανδημία, μιλώντας πάντα για τις 4 μεγάλες τράπεζες. Οι περισσότεροι αναλυτές που μίλησαν στο Reuters και στους Financial Times επισημαίνουν πως για το τωρινό επίπεδο κακών δανείων οι σχετικές προβλέψεις που έχουν κάνει οι τράπεζες είναι ξεκάθαρο πως αρκούν, ειδικά στον τομέα των πιστωτικών καρτών όπως εκτιμούν και οι αναλυτές του οίκου Fitch.
Κάποιοι άλλοι όμως έχουν αρχίσει να ανησυχούν και χτυπάνε «καμπανάκι», όπως λέμε μερικές φορές. Μιλώντας στο Reuters, ο Chris Marinac, διευθυντής του τμήματος ερευνών και ανάλυσης της Janney Montgomery Scott, ανέφερε πως δεν είναι πάρα πολύ ανήσυχος αλλά δεδομένης της κατάστασης θα προτιμούσε να δει τις τράπεζες να αυξάνουν τις προβλέψεις ενόψει της δημιουργίας νέων κακών δανείων.
Μιλώντας στους Financial Times, ο Gerard Cassidy, τραπεζικός αναλυτής στην RBC Capital Markets, δήλωσε πως τα αποθεματικά των τραπεζών είναι σαφώς επαρκή αυτή την στιγμή, είναι όμως βέβαιος πως θα σταματήσουν να είναι αν η οικονομία τελικά προσγειωθεί απότομα και αντί για το περίφημο «soft landing» γνωρίσουμε ένα «hard landing».
Αυτή πιστεύουμε πως είναι και η ουσία των πραγμάτων. Αν η οικονομική κατάσταση δεν εξελιχθεί με τον τρόπο που εκτιμούν αυτή τη στιγμή οι αγορές και αρκετοί αξιωματούχοι της Fed, τότε η άνεση με την οποία αντιμετωπίζουν τα πράγματα οι τράπεζες και οι εποπτικές αρχές θα δώσει τη θέση της σε άλλα, πιο δυσάρεστα συναισθήματα.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως η εξαιρετική αντοχή των Αμερικανών καταναλωτών, η οποία οφείλεται μέχρις ενός σημείου και στον πακτωλό χρημάτων που διέθεσαν οι κεντρικές τράπεζες και τα κρατικά ταμεία κατά την περίοδο της πανδημίας, θα κρατήσει για πολύ ακόμα. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων θα μεγαλώσουν πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι φανταζόμαστε αυτή τη στιγμή.
Δεν έχουμε καταστροφολογική διάθεση καθώς αναγνωρίζουμε πως η ομαλή προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας είναι ένα πολύ λογικό σενάριο. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως, έτσι όπως βλέπουμε τα πράγματα, οι τράπεζες των ΗΠΑ δεν είναι απολύτως έτοιμες να αντιμετωπίσουν ένα περιβάλλον ανώμαλης προσγείωσης με οικονομική ύφεση και αύξηση της ανεργίας. Καλό είναι να το θυμόμαστε αυτό, ακόμα και αν τα καμπανάκια σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ακούγονται ακόμα από αρκετά μακριά, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε.