Την ανάγκη να υπάρξει μια πραγματική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, ως καταλυτικού στοιχείου για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας, τόνισε η κ. Άννα Διαμαντοπούλου σε ομιλία της, σε εκδήλωση του «Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη», με θέμα «Ασφαλιστικό: Δικαιοσύνη και πραγματισμός», η οποία πραγματοποιήθηκε από κοινού με το FES (Friedrich Ebert Stiftung).
«Η οργάνωση και λειτουργία του Ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος αποτυπώνει όλες τις παθογένειες της πλειοψηφίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος οι οποίες επιβραβεύτηκαν σταθερά μέχρι και στις τελευταίες εκλογές από τούς πολίτες», ανέφερε η πρόεδρος του Δικτύου.
«Όσο κι αν μεγαλώσει η κρατική συμμέτοχη, η εξίσωση δεν βγαίνει», ανέφερε χαρακτηριστικά, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, πως «σήμερα η Ελλάδα δίνει το 16,2% του ΑΕΠ στις συντάξεις και το 2,8% στη Παιδεία» και πως, με δεδομένο ότι σε 14 χρόνια ένας στους τρείς θα είναι άνω των 60 ετών, «είναι εγκληματικό να συνεχίσουμε τη συζήτηση για το ασφαλιστικό, ως η υπόθεση να αφορά τους σημερινούς συνταξιούχους μόνο, αγνοώντας την ανάγκη επενδύσεων στην παιδεία και την ανάγκη κινήτρων για δημιουργία επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας».
Αναλυτικά, η κ. Διαμαντοπούλου ανέφερε στην ομιλία της:
«Το 2016 είναι και πάλι μια δύσκολη και κρίσιμη χρονιά με μεγάλες ανασφάλειες που ξεκινούν από την θέση της Ελλάδος στο Σένγκεν και φτάνουν μέχρι την πιθανότητα επιστροφής του grexit στα διεθνή φόρα.
Έχει μεγάλη σημασία αν αυτή την πολύ κρίσιμη στιγμή κυβέρνηση, κόμματα, κοινωνικοί φορείς και ΜΜΕ κατανοούσαν ότι μία πραγματική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος θα αποτελούσε καταλυτικό στοιχείο για την αξιοπιστία της χώρας, την αναπτυξιακή της πορεία και κυρίως τη δικαιοσύνη.
Η συζήτηση μεταφέρεται και πάλι στις απαιτήσεις των δανειστών για το αν θα περικοπούν άμεσα ή όχι οι συντάξεις. Μία τέτοια όμως προσέγγιση μπορεί μόνο πρόσκαιρα να ξεπεράσει σκοπέλους, και να μεταθέσει το πρόβλημα στην επόμενη κυβερνητική περίοδο στην καλύτερη περίπτωση, αλλά επουδενί τρόπω δεν δίνει απάντηση στο τεράστιο ζήτημα που είναι η ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα με διαγενεακή δικαιοσύνη.
Η οργάνωση και λειτουργία του Ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος αποτυπώνει όλες τις παθογένειες της πλειοψηφίας του Ελληνικού Πολιτικού συστήματος οι οποίες επιβραβεύτηκαν σταθερά μέχρι και στις τελευταίες εκλογές από τούς πολίτες. Μεγάλες υποσχέσεις χωρίς καμία τεκμηρίωση και μερική ικανοποίηση των κομματικών και συντεχνιακών ομάδων βραχυπρόθεσμα.
Ο σχεδιασμός επί δεκαετίες ενός ασφαλιστικού συστήματος χωρίς αναλογιστικές μελέτες, η τρομακτική διάσπαση και διασπορά σε πολλά ταμεία, η μη αναλογικότητα του συστήματος, η επικράτηση των ισχυρότερων συνδικαλιστικά ομάδων σε βάρος των υπολοίπων, η χρήση των συντάξεων ως πολιτικό εργαλείο ήταν στοιχεία που στιγμάτισαν την ιστορία του συνταξιοδοτικού συστήματος. Με την πάροδο δε των χρόνων είχαμε επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων που επηρεάζουν το ασφαλιστικό: όξυνση του δημογραφικού, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, ύφεση και εκτόξευση της ανεργίας κυρίως των νέων.
Με απλά λόγια σήμερα έχουμε συνταξιούχους 2,65 εκατομμύρια, 3,63 εκατομμύρια εργαζόμενοι, οι άνεργοι 1,2 εκατομμύρια και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός περίπου 3,5 εκατομμύρια.
3.63 εκατ. εργαζόμενοι πρέπει να πληρώνουν τις συντάξεις 2,65 εκατ. συνταξιούχων και μάλιστα συντάξεις που ο μέσος όρος είναι μεγαλύτερος από το εισόδημα των εργαζομένων. ΑΔΥΝΑΤΟΝ.
Όσο κι αν μεγαλώσει η κρατική συμμέτοχη, η εξίσωση δεν βγαίνει.
Οι πολλές προσπάθειες που έγιναν από το ΄92 και μετά, προσπάθησαν πάντοτε με τεράστιες αντιδράσεις να αναστηλώσουν κάτι που όλοι βλέπανε ότι θα καταρρεύσει αλλά κανείς δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
Το 1992 έγινε η πρώτη συστηματική αντιμετώπιση του ασφαλιστικού συστήματος με τον νόμο Σιούφα, αλλά στην πορεία η υποχρέωση αναλογιστικών μελετών αναιρέθηκε.
Το 2000 η πρόταση Γιαννίτση που βασίστηκε στην έκθεση Σπράου συνάντησε επική λαϊκή αντίδραση και αφαίρεσε για πολλά χρόνια τη δυνατότητα ορθολογικού και τεκμηριωμένου με προοπτική διαλόγου γι΄αυτό που όλοι ήξεραν γιατί έρχεται.
Η κρίση οδήγησε άμεσα σε συνεχείς μειώσεις όχι αναλογικά αλλά κυρίως των μεγάλων και μεσαίων συντάξεων.
Το 2010 με τη μεταρρύθμιση Λοβέρδου έγινε ένας νόμος με μεταβατικές διατάξεις που όμως επιχειρούσε από το 2015 μια βασική αλλαγή, για τον ορισμό της κύριας σύνταξης. Ο νόμος έμεινε στην ουσία του ανεφάρμοστος. Ίσχυσαν μόνο οι μεταβατικές διατάξεις και με προσπάθειες εξορθολογισμού των δομών και μειώσεων των ασφαλιστικών εισφορών.
Από το 2014 διαπιστώθηκαν σοβαρότατα προβλήματα στα επικουρικά ταμεία ενώ η δημοσιονομική επιδείνωση του 2015 αλλάζει άρδην τα δεδομένα, ενώ η χώρα δεσμεύτηκε με το τρίτο μνημόνιο να μειώσει κατά 1% του ΑΕΠ τη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Το συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και κυρίως με τις προτεινόμενες αλλαγές, δηλαδή τις αναλογικές εισφορές στο εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών και την αύξηση των εισφορών, δημιουργεί αδιέξοδο στην ανάγκη δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και ανάπτυξης. Ήρθε η στιγμή να αλλάξει εκ βάθρων.
Σήμερα η Ελλάδα δίνει το 16,2% του ΑΕΠ στις συντάξεις και το 2,8% στη Παιδεία. Σε 6 χρόνια, από το 2022, θα υπάρξει έκρηξη λόγω της συνταξιοδότησης πια, της γενιάς του baby boom που θα είναι ένα σημαντικό σοκ στο σύστημα.
Σε 14 χρόνια ένας στους τρείς θα είναι άνω των 60 ετών. Είναι εγκληματικό να συνεχίσουμε τη συζήτηση για το ασφαλιστικό, ως η υπόθεση να αφορά τους σημερινούς συνταξιούχους μόνο, αγνοώντας την ανάγκη επενδύσεων στην παιδεία και την ανάγκη κινήτρων για δημιουργία επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας.
Το 2001 ήμουν Επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Έχω την εμπειρία πολλών μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη, αλλά και σε αρκετά παλαιά μέλη της Ε.Ε., όπως στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία στη Μεγ. Βρετανία. Οι εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής εκείνη την περίοδο ήταν ότι η Ελλάδα έμπαινε σε διαδικασία δημοσιονομικής αυτοκτονίας, εάν δεν αντιμετώπιζε ριζικά το συνταξιοδοτικό της σύστημα.
Σήμερα με όλη την επιβάρυνση και την ουσιαστική χρεοκοπία θα είμαστε υπόλογοι απέναντι σε πολλές επερχόμενες γενιές αν δεν φερθούμε υπεύθυνα, τολμηρά και με αίσθηση εθνικού χρέους.
Αυτό σημαίνει κατά την άποψη μας ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μία ασφαλιστική μεταρρύθμιση που πρέπει να ξεκινά με βασικό στόχο το συμφέρον (μόρφωση - εργασία – σύνταξη) των νέων γενεών. Αφού συμφωνήσουμε τη νέα δομή μετά θα πρέπει να προχωρήσουμε στις μεταβατικές διατάξεις το κόστος των οποίων πρέπει να πληρώσουν λιγότερο όλων οι νέοι.
Μέσα από τη διεθνή εμπειρία των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, θα πρέπει να αλλάξουμε τη λογική του συστήματος, με νέα οργάνωση των βασικών πυλώνων, που θα αφορούν μια νέα συμφωνία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δηλαδή:
τον ρόλο του κράτους που είναι η βασική σύνταξη και η αναπλήρωση συντάξεων μέσω των κυρίων και επικουρικών και τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης τα οποία έχουν ως κύριο σκοπό την κλαδική διαφοροποίηση των εργαζομένων ως προς τις συνταξιοδοτικές παροχές και με προαιρετική οργάνωση.
Ανέφερα με λίγες λέξεις προτάσεις οι οποίες αφορούν τόμους και προϋποθέτουν αναλογιστικές μελέτες, γιατί θέλω απλά να δώσω ένα στίγμα ότι η συζήτηση πρέπει να ξεφύγει από την δραματοποίηση των "πρωινάδικων" και των ερασιτεχνικών προσεγγίσεων, που θέλουν απλά να βρουν το 1,8 δισ. που λείπει. Μία ανατρεπτική μεταρρύθμιση που θα εξηγούσε, θα διεκδικούσε, και θα εξασφάλιζε τη συμμαχία της νέας γενιάς θα μπορούσε να έχει τη συναίνεση όλων των κομμάτων και κατά την εκτίμησή μου μία έμπρακτη υποστήριξη των εταίρων για το δύσκολο μεταβατικό στάδιο.
Επιδιορθώσεις του συστήματος με επιφανειακά μπαλώματα που επιχειρούν να ξεγελάσουν τους σημερινούς συνταξιούχους, υπονομεύουν τους μελλοντικούς και τινάζουν στον αέρα την αναπτυξιακή προοπτική δεν μπορεί να βρει συμμάχους ούτε μέσα ούτε έξω.
Ας σκεφτούμε όλοι στην αίθουσα την εποχή που είμαστε 20 – 25 ή 30 χρονών κανείς μας δεν σκεφτόταν τη σύνταξη του η τη σύνταξη της πόσο μάλλον οι σημερινοί νέοι που η απόλυτη αγωνία τους είναι να βρουν δουλειά σήμερα και όχι τι θα γίνει μετά από 40 χρόνια. Εξάλλου το εθνικό μας πολιτικό σλόγκαν είναι "έλα μωρέ μέχρι τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει". Με αυτήν τη λογική φτάσαμε σε αυτό που ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε γράψει στο βιβλίο του "Βαμπίρ και κανίβαλοι".
Η συζήτηση απόψε δεν γίνεται μεταξύ κομμάτων. Έχουμε καλέσει δύο ειδικούς στα θέματα κοινωνικών ασφαλίσεων από Ιταλία και Γερμανία που έχουν ταυτόχρονα εμπλακεί στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, αλλά και Έλληνες με γνώση και εμπειρία στη πράξη παλαιά και σήμερα.
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Για την επίλυση και του ασφαλιστικού ζητήματος της χώρας η επιλογή είναι ή μεταρρύθμιση με μακροχρόνιο όφελος για το έθνος, ή λαϊκισμός και δημαγωγία για να κερδίσουν λίγοι λίγα χρόνια ή λίγους μήνες παράτασης. Μία μεταρρύθμιση με πρόσημο δικαιοσύνης, αλλά και με κίνητρα για την απασχόληση».