Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Το ιδιωτικό χρέος των πολιτών συνεχίζει να αυξάνεται ανεξέλεγκτα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ και ο αριθμός των υπόχρεων φορολογουμένων υπερβαίνει τα 4 εκατ. Την ίδια στιγμή οι τράπεζες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με κόκκινα δάνεια ύψους 101 δισ. ευρώ. Λίγο – πολύ το Δημόσιο και οι τράπεζες έχουν να αναζητήσουν τρόπους είσπραξης των οφειλών αυτών, μέσα από την ίδια δεξαμενή πολιτών. Το Δημόσιο να εισπράξει τους φόρους που έχει καταλογίσει στους φορολογουμένους που είτε αδυνατούν είτε αρνούνται να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους και οι τράπεζες να επανακτήσουν τα κεφάλαια με τα οποία έχουν δανειοδοτήσει ιδιώτες και επιχειρήσεις.
Έτσι, το Δημόσιο και οι τράπεζες εισέρχονται σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό, για το ποιος θα αποκτήσει τα περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών από τη μια και των κόκκινων δανειοληπτών από την άλλη. Τα όπλα τους σε αυτήν τη μάχη είναι οι πλειστηριασμοί, οι υποθήκες, οι εγγυήσεις κ.λπ. Για λόγους που γνωρίζουμε όλοι μας, οι κυβερνήσεις αλλά και οι διοικήσεις των τραπεζών άφησαν τον καιρό να περάσει χωρίς να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να λάβουν γρήγορες και αποτελεσματικές αποφάσεις. Οι μεν ρυθμίσεις των υποχρεώσεων των φορολογουμένων στις 120 δόσεις αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, η δε καθυστέρηση των διαδικασιών της ρύθμισης και της ενεργούς διαχείρισης των κόκκινων δανείων οδήγησε σε αδιέξοδο.
Το Δημόσιο θα έπρεπε να έχει αντιμετωπίσει με ρεαλισμό τα 100 δισ., να αναπροσαρμόσει ή να διαγράψει όσα ποσά είναι ουσιαστικά φαντάσματα και δεν υπάρχει πιθανότητα είσπραξής τους. Ακολούθως θα έπρεπε να προβεί σε ένα γενναιότατο χρονικό διακανονισμό μέχρι και τα 99 χρόνια, όπως είχε προτείνει παλαιότερα και ο Θανάσης Μαυρίδης, με σκοπό την επανένταξη στον παραγωγικό ιστό πολιτών που έχουν τεθεί στο περιθώριο. Οι τράπεζες θα έπρεπε να κινηθούν ταχύτερα, οι δανειολήπτες να αφήσουν τις πρακτικές του «δεν πληρώνω» και να βρουν μια αποδεκτή και βιώσιμη λύση ανά περίπτωση. Αντί για αυτό, έχουμε μακροχρόνιες δικαστικές διαδικασίες, αποκλεισμούς πολιτών από την επιχειρηματική δραστηριότητα και μια κυριαρχία συναισθημάτων άγχους, περιθωριοποίησης, ανασφάλειας, που αποτρέπουν την επανένταξη των πολιτών στην πραγματική ζωή και στη δημιουργικότητα.
Εν τω μεταξύ, το Δημόσιο και οι τράπεζες ως εξασφαλισμένοι πιστωτές ή ως προνομιούχοι πιστωτές αγωνίζονται για τα ιμάτια των δανειοληπτών και των φορολογουμένων που περιθωριοποιούνται. Και τον αγώνα φαίνεται να τον κερδίζει το Δημόσιο.
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της M. Τρίτης 3 Απριλίου.