ΔΝΤ: Η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι πλέον σταθερά στην ατζέντα

ΔΝΤ: Η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι πλέον σταθερά στην ατζέντα

Η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους βρίσκεται πλέον «σταθερά στην ατζέντα» των διαπραγματεύσεων, και αυτό αφορά ανεξαιρέτως όλους τους εταίρους, διαμήνυσε σήμερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε μία ακόμα νύξη προς τους Ευρωπαίους και ειδικά τη Γερμανία ότι θα πρέπει να βρουν μία οριστική λύση στο θέμα.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στην Ουάσιγκτον, ο αναπληρωτής εκπρόσωπος του ΔΝΤ William Murray επαναβεβαίωσε πως, με τα σημερινά δεδομένα, ο οργανισμός δεν μπορεί να ακόμα να εξετάσει το ενδεχόμενο χρηματοδοτικής συμμετοχής στο ελληνικό πρόγραμμα. Ελπίζει πάντως ότι η σχετική απόφαση θα τεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο έως το τέλος του έτους.

Σημείωσε πως η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί και να αρχίσει να εφαρμόζεται έως το τέλος του Μνημονίου. Η ανακοίνωση του Eurogroup προβλέπει ότι έως το 2018 θα εφαρμοστούν κάποιες περιορισμένες τεχνικές παρεμβάσεις για το ελληνικό χρέος, και οι αποφάσεις για τη συνέχεια θα ληφθούν μετά τη λήξη του τρέχοντος Μνημονίου.

Το σχόλιο Murray έρχεται λίγες ημέρες αφότου αξιωματούχος του Ταμείου κάλεσε τους εταίρους να ποσοτικοποιήσουν άμεσα τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις που δέχτηκε να μελετήσει το Eurogroup για το ελληνικό χρέος, μέτρα που περιλαμβάνουν την επιμήκυνση των ευρωπαϊκών δανείων στήριξης και την παράταση των περιόδων χάριτος πριν αρχίσουν οι αποπληρωμές.

Προϋπόθεση για κάθε αναδιάρθρωση του χρέους είναι η χώρα μας να τηρήσει όλα τα συμφωνηθέντα, κάτι που επανέλαβε σήμερα το Ταμείο.

Τέλος, ο κ. Μάρεϊ διέψευσε τα δημοσιεύματα που θέλουν τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, Poul Thomsen, να έχει διαφωνήσει με το κοινό ανακοινωθέν του Eurogroup – που ουσιαστικά μεταθέτει τις μεγάλες αποφάσεις για το 2018 – ενώ αντίθετα να το δέχεται η διευθύντρια του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ.

M. Obstfeld του ΔΝΤ: Υπάρχουν όρια στον πόνο της λιτότητας, μετά χρειάζεται ελάφρυνση χρέους

Μήνυμα ότι υπάρχουν «όρια» στον «πόνο» λιτότητας που μπορεί να υποστεί μία οικονομία, και σε αυτές τις περιπτώσεις οι δανειστές θα πρέπει να επωμίζονται μέρος του βάρους δεχόμενοι μείωση του χρέους, στέλνει ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

«Σε ειδικά δύσκολες περιπτώσεις συστήνουμε αναδιάρθρωση του χρέους ή μείωση του χρέους, που απαιτεί πιστωτές να σηκώσουν μέρος του κόστους προσαρμογής. Αυτή είναι η προσέγγιση που αυτή τη στιγμή συστήνουμε για την Ελλάδα», τονίζει ο Maury Obstfeld, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Ευρώπη, τη στιγμή που εταίροι και ΔΝΤ δεν έχουν ακόμα συμφωνήσει για το βάθος της ελάφρυνσης που χρειάζεται το ελληνικό χρέος.

Ο κ. Obstfeld επισήμανε ότι σε χώρες που απαιτούνται μέτρα λιτότητας επειδή τις καλές εποχές το χρέος έφτασε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, συνήθως είναι οι φτωχοί που «πλήττονται δυσανάλογα» πολύ, και για αυτό «είναι σημαντικό πάντα να σκεφτόμαστε τους πιο ευάλωτους όταν σχεδιάζουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή».

Οι παρατηρήσεις Obstfeld έγιναν στο πλαίσιο μίας εσωτερικής συνέντευξης στο ΔΝΤ, με τίτλο «Εξέλιξη όχι Επανάσταση: Ξανασκεπτόμενοι την Πολιτική στο ΔΝΤ». Η συνέντευξη έρχεται λιγότερο από μία εβδομάδα μετά τη δημοσιοποίηση ενός αναπάντεχου άρθρου στο επίσημο περιοδικό του οργανισμού, που υπογράφεται από τρεις από τους κορυφαίους οικονομολόγους του, και ουσιαστικά αμφισβητεί ορισμένους πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού.

Ο κ. Obstfeld αποσαφηνίζει ότι το επίμαχο άρθρο δε συμβολίζει κάποια δραματική αλλαγή στον τρόπο σκέψης του Ταμείου, όμως ταυτόχρονα ξεκαθαρίζει ότι είναι «εξαιρετικά σημαντικό» το ΔΝΤ να «αξιολογεί εκ νέου τη σκέψη του» με βάση νέα στοιχεία.

Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΝΤ στηρίζει πολιτικές που υποστηρίζουν τόσο τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη όσο και τη «δικαιοσύνη» (equity), σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος ενός οργανισμού που στη λαϊκή σοφία συνδέεται με το νεοφιλελευθερισμό, ακόμα και στην πιο ακραία του μορφή.

«Οι κυβερνήσεις απλώς θα πρέπει να ζουν μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους σε μακροπρόθεσμη βάση, ή να αντιμετωπίσουν κάποιου είδους πτώχευση, που κανονικά έχει μεγάλο κόστος για τους πολίτες τους, ειδικά τους πιο φτωχούς. Αυτό είναι γεγονός, όχι ιδεολογική θέση», αναφέρει.

Πηγή: skai.gr