Διεθνής είναι η αναγνώριση των προσπαθειών που καταβάλλονται στην ελληνική οικονομία από Οίκους αξιολόγησης, μεγάλου κύρους οικονομικά περιοδικά με παγκόσμια εμβέλεια, αλλά και από ευρωπαϊκά όργανα, όπως το Συμβούλιο των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών (Ecofin).
Δεν είναι τυχαίο ότι το Economist παρουσιάζει με διθυραμβικά σχόλια τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας την οποία και κατατάσσει πρώτη στη λίστα μεταξύ 35 χωρών - ως «χώρα της χρονιάς» για το 2023 - κάνοντας λόγο για «άλλον έναν απίθανο θρίαμβο», ενώ ο ένας μετά τον άλλο οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει τη θέση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα.
«Στην κορυφή του πίνακα, για δεύτερη συνεχή χρονιά, βρίσκεται η Ελλάδα - ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα για μια οικονομία που μέχρι πρότινος αποτελούσε συνώνυμο της κακοδιαχείρισης», σημειώνει χαρακτηριστικά και υπογραμμίζει πως η Ελλάδα πέτυχε «μερικά εκπληκτικά αποτελέσματα» σε ό,τι αφορά τους πέντε δείκτες, βάσει των οποίων προκύπτει η συνολική βαθμολογία για κάθε χώρα.
«Πριν από μερικά χρόνια, ποιος θα περίμενε ότι η Ελλάδα θα αναδεικνυόταν από το Economist ως χώρα της χρονιάς; Κι όμως αυτό ακριβώς συνέβη. Μια αναγνώριση των προσπαθειών του ελληνικού λαού, των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων και της προόδου της χώρας μας», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε ανάρτησή του, παραθέτοντας το άρθρο του Economist.
A few years ago, who would have expected that Greece would be named @TheEconomist’s country of the year? Yet this is exactly what has happened. A recognition of the Greek people’s efforts, our continuing reforms and our country’s progress. https://t.co/coLfKanjoX
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) December 20, 2023
Η Handelsblatt σημειώνει ότι «τον Δεκέμβριο η Fitch έγινε ο δεύτερος οίκος που απέδωσε και πάλι στην Ελλάδα τη διάκριση της επενδυτικής βαθμίδας. Όπως έκανε και η S&P τον Οκτώβριο, η Fitch αξιολογεί τη χώρα με BBB- και σταθερές προοπτικές. Αιτιολόγησε την αναβάθμιση κυρίως με την 'εξαιρετικά ευνοϊκή δυναμική του χρέους' και την αυστηρή επιμονή στην εξυγίανση του κρατικού προϋπολογισμού», τονίζει στο δημοσίευμά της η εφημερίδα και υπογραμμίζει:
«Ως το 2012 η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της. "Τα προηγούμενα χρόνια σχεδόν καμία άλλη χώρα δεν έχει εμφανίσει τέτοια βελτίωση στην πιστοληπτική της ικανότητα" σημειώνει η τράπεζα DZ Bank».
Με «ιστορία από έναν άλλον πλανήτη» παρομοιάζει η γερμανική εφημερίδα «Die Welt» την επάνοδο της ελληνικής οικονομίας, μετά και την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα από την S&P.
Όπως παρατηρεί το γερμανικό μέσο, «η Ελλάδα έχει μεταρρυθμιστεί ριζικά: τόσο όσον αφορά την είσπραξη των φόρων, όσο και την απλούστευση της νομοθεσίας. Αυτή η συνθήκη με τη σειρά της προσέλκυσε επενδύσεις στη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή ο τουρισμός ανθεί», ενώ η ελληνική οικονομία έχει παρουσιάσει άκρως θετικά στοιχεία ανάκαμψης μετά την πανδημία.
Ταυτοχρόνως, «η ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, συμβάλλει και στη μείωση του χρέους, το οποίο φέτος αναμένεται να μειωθεί στο 168% της οικονομικής παραγωγής», ένα ποσοστό που πράγματι είναι υψηλό, ωστόσο αποτελεί βελτίωση «σε σύγκριση με το 207% του 2020.
Οι αναγνωρισμένες παραπάνω επιτυχίες, όχι μόνο επιβεβαιώνονται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμού της ΕΕ αλλά και από το γεγονός ότι το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (ECOFIN) για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας αποφάσισε χθες να υιοθετήσει απέναντι στην Ελλάδα ειδική μεταχείριση ως προς τις αμυντικές δαπάνες της, καθώς και να υπάρξει ειδική πρόνοια για τους τόκους του ελληνικού δημοσίου χρέους το 2033.
Το πόσο σπουδαίες είναι οι παραπάνω εξελίξεις για την Ελλάδα ανέδειξε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης ο οποίος και τόνισε ότι «μια μακρά ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε σήμερα με επιτυχία για την Ελλάδα. Ένα μακροχρόνιο αίτημα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων για την εξαίρεση των αμυντικών επενδύσεων από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος γίνεται για πρώτη φορά αποδεκτό.
Παράλληλα, γίνεται ρητή αναφορά με θετικό τρόπο στο ζήτημα που θα προκύψει το 2033 σε σχέση με τον υπολογισμό των τόκων των δανείων του επίσημου τομέα στο ελληνικό δημόσιο χρέος, απαλλάσσοντας έτσι τη χώρα από ένα πονοκέφαλο ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.»
Όπως σημείωσε, οι βασικοί στόχοι του νέου πλαισίου είναι:
Αφενός η εξασφάλιση τις δημοσιονομικής σταθερότητας και βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, αφετέρου, η επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.
Οι στόχοι αυτοί είναι αλληλένδετοι και συμπληρωματικοί. Υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι εφικτοί χωρίς δημοσιονομική σταθερότητα, και η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους δεν είναι δυνατή χωρίς επαρκή οικονομική ανάπτυξη.
Οι τρεις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς
Είναι σημαντικό να τονιστεί πως οι θέσεις και επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης έχουν καλυφθεί επαρκώς καθώς, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας:
Πρώτον, ικανοποιείται το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών. Ειδικότερα προβλέπεται ότι αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις σε άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ή προβαίνει σε μια σημαντική αύξηση των επενδύσεων του στην άμυνα, εισάγεται η δυνατότητα οι δαπάνες αυτές να μην λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη ή μη του κράτους μέλους σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι η μοναδική κατηγορία δαπανών για την οποία εισάγεται ρητά αυτή η πρόνοια.
Δεύτερον, η μείωση του δημοσίου χρέους θα είναι σταδιακή, ώστε να προστατευτεί η δυναμική της ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Με τους υφιστάμενους κανόνες κάθε κράτος-μέλος που έχει χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος του κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού. Στην πράξη αυτό για την Ελλάδα σημαίνει ετήσια μείωση χρέους 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια. Με τους νέους κανόνες η απαιτούμενη μείωση χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους, ενώ ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος (>90% του ΑΕΠ) όπως η Ελλάδα τίθεται η ετήσια μέση μείωση του χρέους κατά 1%.
Τρίτον, εξασφαλίζεται πως η ενσωμάτωση των τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος, η οποία είναι προγραμματισμένη για το 2033, δεν θα ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του ελληνικού δημοσίου χρέους όσον αφορά την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων.
Επιπλέον, με το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης συμφωνήθηκαν τα εξής:
- Οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές θα σχεδιάζονται με μεγαλύτερη έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών οικονομιών.
- Προστατεύονται οι επενδύσεις που συμβάλουν στην ανάπτυξη και την προσαρμογή των οικονομιών στις σύγχρονες συνθήκες.
Εισάγονται κοινές δικλείδες ασφαλείας που θα εξασφαλίζουν την δημοσιονομική σταθερότητα, όπως αυτή θα επιδιώκεται από εθνικά σχέδια τετραετούς διάρκειας, με δυνατότητα επέκτασης ως και επτά έτη. - Ενισχύεται η δυνατότητα αντιμετώπισης απρόβλεπτων καταστάσεων, σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο με την ενεργοποίηση ρητρών διαφυγής.
- Απλοποιείται και εξορθολογίζεται το σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης ώστε να είναι πιο αποτελεσματικό, διαφανές και δίκαιο.
Τι προβλέπει το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο
Καταρχάς, οι βασικές προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος (60% του ΑΕΠ) παραμένουν αμετάβλητες, ωστόσο επέρχονται σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο παρακολουθείται η τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων από τις εθνικές κυβερνήσεις (το λεγόμενο «προληπτικό σκέλος») αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ενεργοποιείται και θα λειτουργεί η λεγόμενη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος – δηλαδή η ένταξη σε «καθεστώς επιτήρησης» (το λεγόμενο «διορθωτικό σκέλος»).
Οι νέοι κανόνες θα ορίσουν έναν αργό, αλλά σταθερό ρυθμό μείωσης του ελλείμματος και του χρέους από το 2025 σε τέσσερα έως επτά χρόνια, με τη δυνατότητα μεγαλύτερης διάρκειας, εάν μια χώρα προβεί σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε τομείς στους οποίους η ΕΕ δίνει προτεραιότητα.
Με τους υφιστάμενους κανόνες κάθε κράτος-μέλος που έχει χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος του κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού. Με τους νέους κανόνες η απαιτούμενη μείωση χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους, ενώ ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος (>90% του ΑΕΠ) όπως η Ελλάδα τίθεται η ετήσια μέση μείωση του χρέους κατά 1%.
Δεδομένου ότι πολλές κυβερνήσεις της ΕΕ θα πρέπει να εξυγιάνουν τα δημόσια οικονομικά, ενώ παράλληλα θα πρέπει να κάνουν τεράστιες επενδύσεις για τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ, οι νέοι κανόνες δίνουν περισσότερο χρόνο για εξυγίανση με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
Οι νέοι κανόνες δίνουν επίσης ειδική μεταχείριση στις αμυντικές δαπάνες, ένα ευαίσθητο θέμα για πολλές κυβερνήσεις της ΕΕ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και εστιάζουν στις καθαρές δαπάνες και όχι στο διαρθρωτικό ή το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, καθώς οι καθαρές δαπάνες βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο μιας κυβέρνησης.