Το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον τερματισμό των πωλήσεων αυτοκινήτων που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου έως το 2035 βρίσκεται πλέον υπό ασφυκτική πίεση, καθώς η λαϊκιστική αντίδραση, η οικονομική στασιμότητα και η αυτοκινητοβιομηχανία που «αιμορραγεί» αναγκάζουν τις Βρυξέλλες να κάνουν πίσω και να αναθεωρήσουν τους αυστηρούς στόχους εκπομπών ρύπων, βάζοντας σε κίνδυνο τη ναυαρχίδα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Σημειώνεται ότι η ιδέα αυτή αποτελούσε βασική προτεραιότητα της προηγούμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ήταν αφοσιωμένη στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Politico, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα χαλάρωση των στόχων εκπομπών CO₂ για το 2024, επιτρέποντας στις εταιρείες να συμμορφωθούν με μέσο όρο τριών ετών αντί για ετήσιο στόχο, στο πλαίσιο της διάσωσης των αυτοκινητοβιομηχανιών.
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική νίκη για αυτές, που απειλούνταν με απώλειες δισεκατομμυρίων σε πρόστιμα για μη επίτευξη των στόχων.
Ενθουσιασμένοι από αυτή την επιτυχία, οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι πολιτικοί υποστηρικτές τους θέλουν ακόμη περισσότερα.
«Πριν στεγνώσει το μελάνι του σχεδίου για την αυτοκινητοβιομηχανία, υπήρξαν εκκλήσεις για τεχνολογικό άνοιγμα», δήλωσε η Τζούλια Πολισκάνοβα, ανώτερη διευθύντρια για τα οχήματα στην πράσινη ΜΚΟ Transport & Environment.
«Η Πράσινη Συμφωνία θα υποστεί θάνατο από τις περικοπές, αν οι νομοθέτες δεν την υπερασπιστούν», πρόσθεσε.
Ενώ το αρχικό μέτρο εγκρίθηκε το 2023 από όλες τις χώρες - μέλη, παρά την αντίσταση της Γερμανίας την τελευταία στιγμή, έχει μετατραπεί σε έναν πολιτικό «σάκο του μποξ».
Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, οι εκλογές σε ολόκληρη την ΕΕ είδαν τις εθνικές κυβερνήσεις, τους λομπίστες και τις αυτοκινητοβιομηχανίες να υιοθετούν το αίτημα για την αποδυνάμωση ή την ανατροπή του μέτρου και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα υποσχέθηκε να ανατρέψει τον νόμο.
Πίεση για αλλαγές από Γερμανία, Ιταλία και Πολωνία
Στη Γερμανία, η αγωνία για την παρακμή του τομέα των αυτοκινήτων βοήθησε στην εκστρατεία νίκης του Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς, το κόμμα του οποίου έχει επίσης ως στόχο την αναίρεση της νομοθεσίας.
Η Γερμανία επιδιώκει να εξαιρεθούν τα e-fuels, συνθετικά καύσιμα που είναι πιο ακριβά από τα ορυκτά καύσιμα και παράγονται σε περιορισμένες ποσότητες.
Από την άλλη, η Ιταλία επιθυμεί την αλλαγή του νόμου ώστε να υπάρξει εξαίρεση για τα βιοκαύσιμα, παρά τις ανησυχίες για την αποψίλωση των δασών, την απώλεια της βιοποικιλότητας και τη διάβρωση του εδάφους από τη χρήση των καυσίμων.
Επίσης, η Πολωνία συντάσσεται με την Ιταλία, ζητώντας περισσότερες ευελιξίες για τα παραδοσιακά καύσιμα.
Οι Γάλλοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής - συμπεριλαμβανομένου του αντιπροέδρου της Επιτροπής Στεφάν Σεζουρνέ γιόρτασαν την ανακοίνωση της Επιτροπής ότι θα αμβλύνει τους φετινούς στόχους για τις εκπομπές ρύπων, αφού οι αυτοκινητοβιομηχανίες παραπονέθηκαν ότι θα μπορούσαν να πληρώσουν δισεκατομμύρια σε πρόστιμα για την απώλεια του στόχου.
Τώρα, αντί ο στόχος να βασίζεται στις φετινές πωλήσεις, θα βασίζεται σε έναν μέσο όρο τριών ετών, γεγονός που καθιστά ευκολότερο να καθορίσουν τον στόλο τους οι εταιρείες.
Ο διχασμός στην αυτοκινητοβιομηχανία
Δεν είναι όμως, όλοι οι κατασκευαστές ευχαριστημένοι. Η Volvo, η οποία ανήκει πλέον στην κινεζική Geely, εξέφρασε τη διαφωνία της με την αλλαγή των στόχων, δηλώνοντας ότι οι αυτοκινητοβιομηχανίες που «έχουν κάνει την προετοιμασία τους δεν πρέπει να τιμωρούνται από τελευταίες αλλαγές στη νομοθεσία».
Η Γαλλία συνεχίζει να στηρίζει την απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, αλλά υποστηρίζει τη χαλάρωση των φετινών στόχων εκπομπών ώστε να δοθεί χρόνος στις αυτοκινητοβιομηχανίες να προσαρμοστούν.
Αναθεώρηση του νόμου το 2024 αντί για το 2026
Η Κομισιόν συμφώνησε επίσης να προχωρήσει σε αναθεώρηση του νόμου του 2035 δύο χρόνια νωρίτερα, το 2024 αντί για το 2026, κάτι που δίνει νέο έδαφος στους πολέμιους της νομοθεσίας.
Τι δηλώνουν όσοι είναι αντίθετοι στη νομοθεσία
Ο Ιταλός Υπουργός Βιομηχανίας, Αντόλφο Ούρσο, χαρακτήρισε την εξέλιξη «την αρχή του τέλους για την παράνοια της Πράσινης Συμφωνίας».
Επίσης, ο Τσέχος ευρωβουλευτής Φίλιπ Τουρέκ, από την ακροδεξιά ομάδα Πατριώτες για την Ευρώπη, δήλωσε ότι η απόφαση «βάζει ταφόπλακα» στην απαγόρευση των αυτοκινήτων εσωτερικής καύσης.
Ο Γερμανός συντηρητικός πολιτικός Τόμας Μπάρις κατηγόρησε την Κομισιόν ότι προκαλεί αβεβαιότητα στην αγορά, προσθέτοντας ότι «η μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι η Κίνα, αλλά η ίδια η ευρωπαϊκή ρύθμιση».
Το Παρίσι εξακολουθεί να υπερασπίζεται την απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, αλλά επιμένει ότι η άμβλυνση των φετινών στόχων για τις εκπομπές ρύπων θα βοηθήσει τους κατασκευαστές αυτοκινήτων να τηρήσουν την προθεσμία του 2035.
«Πιθανώς ήμουν ο πρώτος που σήκωσε το χέρι ψηλά σε αυτό το θέμα», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Renault Λούκα Ντε Μέο στο αμερικανικό μέσο, στο εργοστάσιο της Renault στο Douai στη βόρεια Γαλλία. Ως πρώην πρόεδρος του λόμπι της ΕΕ για τα αυτοκίνητα ACEA, ο Ντε Μέο χτύπησε το τύμπανο για επιείκεια στους στόχους για τις εκπομπές ρύπων.
Η μάχη για το 2035 συνεχίζεται
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις ανησυχούν ότι οι επεμβάσεις στη νομοθεσία θα την καταστήσει άνευ σημασίας. Ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Μίκαελ Μπλος, προειδοποίησε ότι η Κομισιόν ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, υποκύπτοντας στις πιέσεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, που θέλει «να ξηλώσει ολοκληρωτικά την απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης».
Από την πλευρά τους, οι Σοσιαλιστές ανησυχούν ότι η επανεξέταση του νόμου το 2024 μπορεί να καταλήξει στην πλήρη κατάργησή του. «Πρέπει να είναι μια διαδικασία αναθεώρησης, όχι μια διαδικασία εγκατάλειψης», δήλωσε ο ευρωβουλευτής Φρανσουά Καλφόν.
Η μάχη για το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας στην Ευρώπη βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με το 2035 να μοιάζει όλο και λιγότερο βέβαιο ως το σημείο μηδέν για τα αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης.