Χαράς ευαγγέλια για τους επενδυτές, καθώς την Πέμπτη 6 Ιουνίου η ΕΚΤ θα προβεί σε μία ιστορικής σημασίας κίνηση, μειώνοντας τα επιτόκια πριν από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2019. Η απόφαση θα είναι ομόφωνη, καθώς ακόμη και το γερμανικό λόμπι έχει συμφωνήσει. Προσοχή όμως! Το τι ακριβώς θα ακολουθήσει μετά το «ψαλίδι» του Ιουνίου δεν είναι ξεκάθαρο.
Όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία του πληθωρισμού αν και πολλά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ - όπως η Ίζαμπελ Σνάμπελ, ο Γιόακιμ Νάγκελ, ο Κλας Νοτ και ο Ρόμπερτ Χολτσμαν - εκτιμούν ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να παραμείνει περιοριστική τουλάχιστον έως τα μέσα του 2025.
Το επικρατέστερο σενάριο θέλει την ΕΚΤ να μειώνει τα επιτόκια τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο και κατά πάσα πιθανότητα τον Δεκέμβριο, με το βασικό επιτόκιο να υποχωρεί στο 3,25% στο τέλος του έτους από 4% σήμερα. Ορισμένοι οίκοι, ωστόσο, όπως η Capital Economics, «βλέπουν» μέχρι και 5 μειώσεις που θα στείλουν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 2,75% σε πρώτη φάση και στο 2% στο τέλος του 2025.
Με τα σημερινά δεδομένα και τους υφιστάμενους συσχετισμούς στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, το πιθανότερο είναι να πάμε σε τρεις ή τέσσερις μειώσεις επιτοκίων φέτος, εκτός και αν προκύψει κάποιο απρόοπτο. Σημειώνεται ότι οι κεντρικές τράπεζες της Ελβετίας, της Σουηδίας, της Τσεχίας και της Ουγγαρίας, έχουν ήδη πραγματοποιήσει τις πρώτες μειώσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους καθώς ο πληθωρισμός έχει δείξει ότι μειώνεται σταθερά προς τον στόχο του 2%.
Οι δηλώσεις του Φίλιπ Λέιν είναι ενδεικτικές του τι θα πρέπει να περιμένουμε στους επόμενους μήνες. Ο Ιρλανδός επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωτράπεζας, αφού σχεδόν προανήγγειλε τη μείωση του Ιουνίου, τόνισε στους FT ότι η κίνηση της ΕΚΤ πριν από την Fed δεν εγείρει κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, ο Λέιν, ο οποίος ανήκει στην ομάδα των «περιστεριών», μαζί με τον δικό μας Γιάννη Στουρνάρα και άλλους κεντρικούς τραπεζίτες των χωρών της περιφέρειας (Πανέτα, Ντε Κος, Σεντένο), υποστήριξε ότι η πολιτική της ΕΚΤ πρέπει να παραμείνει περιοριστική καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024.
Περιοριστική πολιτική σημαίνει ότι το επίπεδο των επιτοκίων δεν ενισχύει αλλά περιορίζει την ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να συγκρατείται η ζήτηση και να υποχωρεί ο πληθωρισμός. Όμως, την ώρα που ο πληθωρισμός εξασθενεί, η Ευρώπη χρειάζεται μεγάλες επενδύσεις διότι προέρχεται από περίοδο οικονομικής στασιμότητας. Επενδύσεις που αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια όταν τα επιτόκια είναι στα ύψη.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε οριακά το 2023 και οι προβλέψεις για το 2024 τοποθετούν την ανάπτυξη μεταξύ 0,5%-1%. Την ίδια ώρα, η απόσυρση των μέτρων στήριξης που είχαν εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, σε συνδυασμό με την επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον περιορισμένης αναπτυξιακής δυναμικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ευρωζώνη υπολογίζεται στο 2,9% του ΑΕΠ, όταν στις ΗΠΑ φτάνει στο 5,3%.
Η διαφορετική πορεία των οικονομιών σε ΗΠΑ και Ευρώπη εξηγεί έως ένα βαθμό και την ταχύτερη εξασθένηση του πληθωρισμού στη Γηραιά Ήπειρο. Από 10% το καλοκαίρι του 2022, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει στο 2,4%, ενώ στις ΗΠΑ από 9% που ήταν η μέγιστη τιμή το 2022, διαμορφώνεται σήμερα στο 3,4%.
Επειδή όμως οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής δεν γίνονται αμέσως αισθητές και χρειάζονται 1-2 χρόνια, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ πρέπει να αλλάξει τη στάση της από περιοριστική σε ουδέτερη. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν πιο επιθετικές μειώσεις επιτοκίων. Η Κριστίν Λαγκάρντ, πάντως, έχει ξεκαθαρίσει ότι μετά τη φάση της περιοριστικής πολιτικής, θα έρθει η εποχή της ομαλοποίησης, ήτοι η σταδιακή επιστροφή των επιτοκίων προς το «ουδέτερο επιτόκιο», το επιτόκιο δηλαδή στο οποίο ο πληθωρισμός παραμένει σταθερός και το ΑΕΠ ούτε δέχεται ώθηση, ούτε περιορίζεται.
Οι απόψεις για το ουδέτερο επιτόκιο διίστανται. Οι αναλυτές της Deutsche Bank το τοποθετούν στο 2%, όπως και αρκετά από τα στελέχη της ΕΚΤ. Όμως τελευταία εκφράζεται η άποψη ότι επειδή η ευρωπαϊκή οικονομία έχει μπροστά της ένα επενδυτικό «τσουνάμι» με φόντο την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, το ουδέτερο επιτόκιο θα μπορούσε να είναι και λίγο υψηλότερα από το 2%.