Του Βασίλη Γεώργα
Το αφήγημα για τη μείωση του χρέους είναι καταδικασμένο «να αφεθεί ήσυχα, ήσυχα να ξεχαστεί». Την παραδοχή αυτή έκανε χθες κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ερωτηθείς από το Liberal για τις προσδοκίες που τρέφουν στην κυβέρνηση ενόψει της νέας ανάλυσης για τη βιωσιμότητα του χρέους από το ΔΝΤ στις 27 Ιουλίου.
Η έκθεση αυτή ελάχιστα θα αλλάζει το νόημα από την προηγούμενη ανάλυση του Ταμείου που χαρακτήρισε «εξαιρετικά μη βιώσιμο» το ελληνικό χρέος, αλλά θα έχει μια ειδοποιό διαφορά γιατί θα εντοπίζει το πρόβλημα κυρίως μετά το 2040. Με τον τρόπο αυτό, το ΔΝΤ θα δικαιολογεί μεν την απόφαση βραχύβιας συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα με 2 δισ. δολάρια εν αναμονή, αλλά ταυτόχρονα, πετώντας το μπαλάκι 20 χρόνια μετά, θα στέλνει ένα σαφές σήμα ότι ενώ δεν προσχωρεί ολοσχερώς στις θέσεις της ευρωζώνης και εξακολουθεί να ζητά μεγαλύτερη αποσαφήνιση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, εντούτοις εγκαταλείπει τη «σκληρή γραμμή» υπέρ της ανάγκης άμεσης ελάφρυνσης.
Η κυβέρνηση βρίσκεται έτσι χωρίς «σύμμαχο» μέσα στην αρένα, καλούμενη να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τις συνέπειες των παρελκυστικών πολιτικών με τις οποίες οδήγησε σε τεχνικό εκτροχιασμό την βιωσιμότητα του χρέους το 2015-2016 (ύφεση, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, καθυστερήσεις στις αξιολογήσεις του προγράμματος, υπερφορολόγηση κλπ), και έχοντας πλέον πλήρη αντίληψη ότι καλείται και η ίδια πλέον, μετά τους δανειστές, να ενταφιάσει το αφήγημά της γενναίας αναδιάρθρωσης.
Η αμηχανία του Μαξίμου αναδεικνύεται καθαρά στην αγωνία να μεταφέρει πλέον επικοινωνιακά τη συζήτηση στην «ανάπτυξη» που με μεγάλη καθυστέρηση γίνεται πλέον αντιληπτό ότι αποτελούσε εξαρχής τη μοναδική διέξοδο ώστε η χώρα να αποφύγει την πρόσδεση με ένα τέταρτο Μνημόνιο. Πιθανόν η ευκαιρία αυτή να έχει χαθεί. Εξ ου και η ίδια αγωνία αποτυπώνεται στις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες ανάμεσα σε εκείνα τα κυβερνητικά στελέχη που - σε συνεννόηση με μερίδα των ευρωπαϊκών θεσμών όπως ο ESM - προκρίνουν την εσπευσμένη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, και σε όσους τηρούν επιφυλακτικότερη στάση για τη σκοπιμότητα άμεσης έκδοσης ομολόγων, υιοθετώντας την πιο συντηρητική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Γ. Στουρνάρα για έξοδο στις αγορές μετά και την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης.
Η πρώτη ομάδα συμπεριλαμβανομένων των δανειστών, είναι εμφανές ότι θέλει να αξιοποιήσει την δοκιμαστική επιστροφή της Ελλάδας με όρους πολιτικού εντυπωσιασμού σε Αθήνα και Βερολίνο και επιχειρεί να πείσει τον Πρωθυπουργό να κινηθεί ανάλογα. Η δεύτερη αντιμετωπίζει το θέμα με περισσότερο πραγματιστικούς όρους, συντηρώντας όμως την ελπίδα ότι θα ληφθούν ευνοϊκές –για τις αγορές- αποφάσεις μετά τις γερμανικές εκλογές αναφορικά με τη διευθέτηση του χρέους και την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Σε κάθε περίπτωση τόσο η ανάκαμψη της οικονομίας όσο και οι αγορές είναι το είδος του στρατηγήματος το οποίο δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει πειστικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός είναι ο λόγος που δεν επιχείρησε να το κάνει ποτέ μέχρι σήμερα και επέλεξε αντ' αυτών τη χρονοτριβή και την υπερβολική επένδυση προσδοκιών στο θέμα του χρέους.