Η βουτιά στις αποτιμήσεις των ιταλικών τραπεζών μετά την άνοδο των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα επαναφέρει στη μνήμη την κρίση χρέους του 2011-12, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες για το πόσο ευάλωτες μπορεί να είναι στους πιστωτικούς κινδύνους του κράτους. Ο σύνδεσμος αυτός αλληλοενισχυόμενων κινδύνων ήρθε στο προσκήνιο πριν από μια δεκαετία και σήμερα περιπλέκει το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών που καταγράφουν απώλειες 20% από την αρχή του 2022, σχεδόν διπλάσιες του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου.
Οι τράπεζες της Ιταλίας χτυπήθηκαν σκληρά όταν το κόστος δανεισμού της χώρας κινδύνευσε να ξεφύγει εκτός ελέγχου πριν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με επικεφαλής τότε τον νυν πρυθυπουργό Mario Draghi, υποσχέθηκε να σώσει το ευρώ το 2012 αγοράζοντας γύρω στο ένα πέμπτο των ιταλικών κρατικών ομολόγων.
Μια δεκαετία αργότερα η πρόοδος στο όραμα μιας τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη φαίνεται να έχει παγώσει και το ιταλικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται στα μέσα μιας διαδικασίας αναδιάρθρωσης που στόχο έχει να ενισχύσει τις μεσαίου μεγέθους τράπεζες και να διευθετήσει τον επίμονο πονοκέφαλο της προβληματικής τράπεζας Monte dei Paschi.
Η πρόσφατη δέσμευση της ΕΚΤ την προηγούμενη εβδομάδα ότι θα λανσάρει νέο μηχανισμό για να αποφευχθεί ο κατακερματισμός της νομισματικής της πολιτικής, δηλαδή μια μεγάλη αύξηση των ομολογιακών αποδόσεων του Νότου, μετρίασε την αναστάτωση στα ιταλικά ομόλογα και τις μετοχές των τραπεζών. Ωστόσο, στην αγορά η αίσθηση είναι πως η ανακούφιση μπορεί να αποδειχτεί προσωρινή.
Σύμφωνα με αναλυτές του κλάδου και τραπεζίτες, όπως τον επικεφαλής της UniCredit, η κατάσταση είναι διαφορετική σήμερα και η πτώση των τραπεζικών μετοχών είναι περισσότερο μια αυτόματη αντίδραση στην άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων παρά ένδειξη μιας νέας κρίσης.
Όμως, μιλώντας σε συνέδριο στο Μιλάνο, ο επικεφαλής της Intesa Sanpaolo, της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, δήλωσε ότι μια πλούσια χώρα όπως η Ιταλία δεν πρέπει να εξαρτάται από την ΕΚΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους της και να πιστεύει πως τα προβλήματα θα λυθούν από το εξωτερικό.
Με την αναδιάρθρωση του ιταλικού τραπεζικού κλάδου ακόμη ημιτελή, οι δύο μεγάλες τράπεζες της χώρας είναι ασφαλείς, αλλά υπάρχουν τέσσερεις με πέντε μεσαίου μεγέθους τράπεζες που θεωρούνται ευάλωτες.
Όταν πέφτουν οι τιμές ομολόγων, δηλαδή ανεβαίνουν οι αποδόσεις, οι τράπεζες δέχονται άμεσο πλήγμα στα κεφαλαιακά τους αποθέματα ενώ βλέπουν παράλληλα το κόστος χρηματοδότησης τους να αυξάνεται. Με την προτροπή των εποπτικών αρχών να διαφοροποιήσουν τα ρίσκα από τις τοποθετήσεις τους σε κρατικά ομόλογα, η Intesa και η UniCredit έχουν μειώσει τα ομόλογα που διακρατούν ως ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων τους στο 70% με 80%. Αν συμπεριληφθούν και οι μικρότερες τράπεζες, το ποσοστό για τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας φθάνει το 148%, σύμφωνα με την JP Morgan, χαμηλότερο από το 261% του 2017.
Ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού, τα ομόλογα που διακρατούν οι εισηγμένες τράπεζες έχει υποχωρήσει στο 6,6%, σύμφωνα με την Citi, από επίπεδα άνω του 10% στο παρελθόν.
Για τη «μόνωση» έναντι στις διακυμάνσεις της αγοράς, οι ιταλικές τράπεζες έχουν κατηγοριοποιήσει το 72% των ομολογιακών χαρτοφυλακίων τους σαν ενεργητικό που διακρατείται μέχρι τη λήξη του (held to maturity), κάτι που δεν απαιτεί την «mark to market» αποτίμησή τους. Αυτό σημαίνει ότι μια διεύρυνση των spread, της διαφοράς απόδοσης ανάμεσα στα ιταλικά και τα γερμανικά ομόλογα, κατά μια ποσοστιαία μονάδα κοστίζει μόνο 20 με 25 μονάδες βάσης στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ιταλίας, οι τράπεζες έχουν πλεονάζοντα κεφάλαια γύρω στο 4% του σταθμισμένου για ρίσκο ενεργητικού τους, έχοντας ενισχύσει τα κεφαλαιακά τους αποθέματα τα τελευταία χρόνια. Τα κόκκινα δάνεια ως ποσοστό των δανειακών τους χαρτοφυλακίων έχει μειωθεί στο 4% από 18% το 2015.