Του Βασίλη Γεώργα
Αυτά μόνο στην Ελλάδα μπορούν να συμβούν! Με τη ρύθμιση που ετοιμάζει η κυβέρνηση για να εξοφληθούν οι συσσωρευμένες οφειλές του Δημοσίου στους επιχειρηματίες από τους προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους, ο τελευταίος επενδυτής που μπήκε στον Επενδυτικό Νόμο του 2004 θα φτάσει μέχρι το 2024 για να πάρει τα λεφτά του! Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, και μετά μιλάμε για ανάπτυξη.
Για να λέμε όμως όλη την αλήθεια, στην προκειμένη περίπτωση η κυβέρνηση δεν προσπαθεί να κάνει τα πράγματα χειρότερα, αλλά επιχειρεί για πρώτη φορά να δώσει λύσεις, στις δυσκολότερες δυνατές συνθήκες για τη ρευστότητα των κρατικών ταμείων και με τις επενδύσεις να αποτελούν πλέον κορυφαία προτεραιότητα.
Το πρόβλημα των ανεξόφλητων επενδυτικών σχεδίων που έχουν συσσωρευτεί από τους δύο προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους του 2004 και του 2011 δεν ήταν δικό της. Το παρέλαβε «έτοιμο» από τις κυβερνήσεις της προηγούμενης δεκαετίας, που, ενώ υποτίθεται είχαν σημαία τους τις επενδύσεις, άφησαν πίσω τους μια τρύπα 5,7 δισ. ευρώ προς χιλιάδες επενδυτές, οι οποίοι αντιμέτωποι με την κρίση και την έλλειψη χρηματοδότησης από τις τράπεζες, προχώρησαν λιγότερο ή περισσότερο τα επενδυτικά τους σχέδια. Αυτήν την τρύπα προσπαθεί τώρα να κλείσει το υπουργείο Οικονομίας, προωθώντας μια λύση που προβλέπει ότι το Δημόσιο θα εξοφλήσει σε δόσεις μέσα στα επόμενα επτά χρόνια τους επενδυτές ή θα τους δώσει μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές αντί χρημάτων.
Αυτήν τη στιγμή έχουν καταμετρηθεί ως ενεργά –βρίσκονται δηλαδή σε στάδιο υλοποίησης ή εγκρίσεων– πάνω από 6.300 επενδυτικά σχέδια, εκ των οποίων 5.200 επενδύσεις από τον νόμο του 2004 και άλλα 1.100 από εκείνον του 2011. Είναι παραπάνω από τις μισές αιτήσεις που υπέβαλαν οι επενδυτές στους δύο νόμους (10.459 στον πρώτο και 1.276 στον δεύτερο). Οι συνολικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει το Δημόσιο για την επιχορήγηση αυτών των επενδυτικών σχεδίων προσεγγίζουν τα 6 δισ. ευρώ. Ούτε τόσα λεφτά, όμως, υπάρχουν διαθέσιμα, ούτε τόσα σχέδια μπορούν να υλοποιηθούν με βάση τον βαθμό ωριμότητάς τους. Αρκεί να πούμε πως στον νέο Αναπτυξιακό Νόμο του 2016 που θα κατατεθεί την ερχόμενη εβδομάδα στη Βουλή, ο προϋπολογισμός των άμεσων ενισχύσεων σε ρευστό δεν ξεπερνά, σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό Οικονομίας, Γιώργο Σταθάκη (ΦΩΤ.), τα 2,5 δισ.. ευρώ σε βάθος πενταετίας, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοροών από το ΕΣΠΑ (300 εκατ. ευρώ ετησίως), το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και των συμπληρωματικών χρηματοδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ).
Νέα παράταση και εξόφληση σε επτά χρόνια
Αφού στο μεσοδιάστημα δόθηκαν αλλεπάλληλες παρατάσεις για την ολοκλήρωση των επενδυτικών σχεδίων, ο νέος αναπτυξιακός θα δίνει τώρα άλλη μια τελευταία ευκαιρία: Οι επιχειρήσεις του επενδυτικού νόμου του 2004 θα έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν μέχρι το τέλος του 2016 το ήμισυ των επενδύσεων, διαφορετικά θα απενταχθούν, ενώ όσοι αξιοποίησαν τον επενδυτικό νόμο του 2011 θα έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν τις επενδύσεις μέχρι το 2018.
Στον νέο Αναπτυξιακό Νόμο το υπουργείο Οικονομίας θέτει όμως για πρώτη φορά χρονοδιάγραμμα που έχει να κάνει με την αποπληρωμή των δικών του υποχρεώσεων προς τους επενδυτές για τους προηγούμενους Επενδυτικούς Νόμους.
Η ρύθμιση θα ορίζει ότι οι οφειλές του Δημοσίου προς τους επενδυτές που υλοποιούν επενδύσεις με βάση τους νόμους 3299/2004 και 3908/2011 θα αποπληρώνονται «σε δόσεις» σε βάθος επταετίας. Δηλαδή μέχρι το 2023 - 2024, ασχέτως αν τα επενδυτικά σχέδια έχουν ολοκληρωθεί νωρίτερα. Επειδή, όμως, τα λεφτά δεν υπάρχουν στα δημόσια ταμεία, στη ρύθμιση θα προβλέπονται κίνητρα ώστε οι επενδυτές να μην προτιμήσουν να πάρουν τα χρωστούμενα σε ρευστό αλλά να μετατρέψουν τις οφειλές του Δημοσίου σε φορολογικές απαλλαγές που είναι και δημοσιονομικά λιγότερο επαχθής επιλογή για τα κρατικά ταμεία.
Στο υπουργείο Ανάπτυξης είχαν προϋπολογίσει ένα ποσό κοντά στα 3 δισ. ευρώ για να καλύψει τη δημόσια συμμετοχή, κάτι που σημαίνει ότι από τα 6.300 επενδυτικά σχέδια, ίσως περισσότερα από τα μισά θα απενταχθούν από τις ενισχύσεις. Ειδικά ο επενδυτικός νόμος του 2004 χρήζει ξεκαθαρίσματος, όχι μόνο γιατί έχει πολλά εκκρεμή επενδυτικά σχέδια, αλλά διότι από τα αποτελέσματα του έχει κριθεί ο λιγότερο «αναπτυξιακός». Τα 2.085 σχέδια που προχώρησαν οδήγησαν σε επενδύσεις 3,07 δισ. ευρώ, για τις οποίες δόθηκαν επιδοτήσεις 1,3 δισ. ευρώ, ενώ δημιουργήθηκαν μόλις 8.492 θέσεις εργασίας. Ήγουν κάθε θέση εργασίας που δημιουργήθηκε κόστισε 154.000 ευρώ, ενώ χρειάστηκαν 362.000 ευρώ συνολικής επένδυσης για την ίδια θέση εργασίας.
Δεν ξέρουμε αν η λύση που προωθεί η κυβέρνηση είναι η ιδανική ή η καλύτερη δυνατή. Σίγουρα σε πολλούς επενδυτές που από μια άλλη εποχή περιμένουν ως Μάννα εξ ουρανού τις επιχορηγήσεις και θα τις πάρουν με δέκα έως είκοσι χρόνια καθυστέρηση δεν θα αρέσει. Είναι όμως η πρώτη φορά που επιχειρείται να δοθεί μια οριστική λύση, το κράτος να τιμήσει την υπογραφή και τις υποχρεώσεις του, να ξεκαθαρίσει κάποια στιγμή το τοπίο για το ποιοι δικαιούνται να πάρουν χρήματα ή πόσα, και τελικά να κλείσει κάποτε η μεγάλη εκκρεμότητα των προηγούμενων αναπτυξιακών νόμων που χρονίζει από την εποχή που η Ελλάδα ζούσε το όνειρο της ανάπτυξης με δανεικά και την ακριβή αίγλη των Ολυμπιακών Αγώνων...
Πηγή: ΣΕΒ