Του Βασίλη Γεώργα
Με μεγάλη καθυστέρηση όλα αρχίζουν να μπαίνουν πλέον στη σειρά τους με τη δεύτερη αξιολόγηση η οποία εξελίχθηκε τελικά σε πλατφόρμα ανάληψης δεσμεύσεων που ξεπερνούν κατά πολύ το τρίτο πρόγραμμα. Αλλά η «λύση» που δρομολογείται τώρα για να καθαρίσει ο δρόμος της Ελλάδας προς τις αγορές το 2018, δεν σημαίνει ότι είναι και η τελική ούτε πολύ περισσότερο ότι θα δουλέψει αποτελεσματικά για να μας βγάλει από τα μνημόνια. Η Ελλάδα υπολογίζεται ότι έχει να ξεπληρώσει πάνω από 150 δισ. ευρώ σε τόκους και χρεολύσια στα επόμενα επτά χρόνια, και η ελάφρυνση του βάρους αυτού θα είναι για καιρό ακόμη μια πολύ δύσκολη εξίσωση για να λυθεί.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης και των δανειστών, την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, μέχρι τις 15 Μαϊου να ψηφιστούν στη Βουλή τα μέτρα που συνιστούν ένα άτυπο μνημόνιο για το 2019-2020, και στις 22 Μαϊου να επικυρωθεί από το Eurogroup η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και να εγκριθεί η εκταμίευση της δόσης.
Από το πάζλ λείπει ακόμη η συμφωνία για τη «τεχνική βιωσιμότητα» του χρέος η οποία προβάλλεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση και την διασφάλιση της χρηματοδοτικής συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με περίπου 5 δισ. ευρώ και δικό του μνημόνιο. Είναι διάχυτη η εκτίμηση πως και αυτή η συμφωνία για το χρέος βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο στα σκαριά, τουλάχιστον σε ότι αφορά τις δεσμεύσεις που θα αναληφθούν για δράση την περίοδο μετά το 2018. Πιθανόν οι αποφάσεις που χρειάζονται σήμερα θα οριστικοποιηθούν στο περιθώριο της συνόδου των G7 (11-13 Μαΐου) και θα εγκριθούν στο Eurogroup, αλλά από καμία πλευρά δεν προκύπτει πως θα είναι τέτοιες που να καθαρίζουν τον δρόμο.
Οι πληροφορίες του Liberal λένε πως τουλάχιστον στο μέτωπο των πρωτογενών πλεονασμάτων υπάρχει ήδη προσύμφωνο μεταξύ ευρωζώνης και ΔΝΤ το οποίο προβλέπει ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει την υποχρέωση για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ καθ' όλη τη διάρκεια της πενταετίας 2018-2022, αλλά εν συνεχεία θα υπάρξει ραγδαία αποκλιμάκωση στο 1,5%. Με λίγα λόγια ενώ μέχρι το 2022 η Ελλάδα θα αποπληρώνει με ίδιους πόρους τόκους περίπου 6-8 δισ. ευρώ ετησίως, από το 2023 το ποσό θα μειωθεί κατακόρυφα σε περίπου 3 δισ. ευρώ με βάση το τότε ΑΕΠ.
Δεν είναι μια συμφωνία για την οποία μπορεί κανείς να πετάει τη σκούφια του από χαρά. Συγκριτικά με τα 10 χρόνια που ζητούσε το Βερολίνο είναι σαφώς καλύτερα. Συγκριτικά με τα τρία που έχει εκτιμηθεί ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει η Ελλάδα με αιματηρές θυσίες, είναι χειρότερα. Στη συμφωνία αυτή, πάντως, αναμένεται πως θα αφήνεται ανοιχτό «παράθυρο» επανεξέτασης των δεσμεύσεων πριν ή μετά το τυπικό τέλος του τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι του 2018, όταν δηλαδή θα επαναληφθούν και θα εξειδικευτούν οι συζητήσεις για την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων αναδιάρθρωσης του χρέους (επιμήκυνση λήξεων, σταθεροποίηση επιτοκίων, εξαγορά δανείων κλπ).
Τότε είναι που στην πραγματικότητα θα ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις και ειδικότερα για το αν η Ελλάδα θα χρειαστεί να υπογράψει νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης για τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με μια αναδιάρθρωση χρέους, ή θα χρειάζεται μια απλούστερη εκδοχή με τη μορφή της πιστωτικής γραμμής από τον ESM με τη βοήθεια της οποίας θα αρχίσει να «βγαίνει» στις αγορές. Το πιθανότερο είναι πως οδεύουμε προς ένα μικτό μοντέλο, όπου η Ελλάδα θα έχει περιορισμένη και ελεγχόμενη πρόσβαση στις αγορές και θα συνεχίσει να δανείζεται από τον ESM.
Αυτό που έχει γίνει σαφές από τις μέχρι σήμερα εξελίξεις, είναι πως η Ελλάδα έχει ήδη υπογράψει «μισό μνημόνιο» για τα πρώτα 2 χρόνια μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος. Συνεπώς ακόμη και να λήξει το τρίτο πρόγραμμα στην ώρα του (Αύγουστος 2018) δεν σημαίνει ότι θα τελειώσει και το Μνημόνιο από τη στιγμή που η Ελλάδα θα συνεχίσει να λαμβάνει νέα δημοσιονομικά μέτρα σε μισθούς και συντάξεις για την περίοδο 2019 και 2020 ώστε να μπορεί να δημιουργεί υψηλά πλεονάσματα.
Τα μέτρα αυτά είναι το μέσον ώστε η Ελλάδα να πληρώσει με ίδιους πόρους (πρωτογενή πλεονάσματα) περίπου τα 15 από τα 30 δισεκατομμύρια που χρειάζονται σε εξόφληση τόκων και χρεολυσίων τη διετία 2019 και 2020.
Για να εξοφληθούν τα υπόλοιπα αλλά και τα πολύ υψηλότερα ποσά που θα χρειάζονται από εκεί και μετά, είναι μονόδρομος η πρόσβαση στις αγορές με την έκδοση ομολόγων και η αναδιάρθρωση του χρέους.
Είναι επίσης δεδομένο πως για να μπορέσει το Δημόσιο να εκδώσει εκ νέου ομόλογα (ακόμη και δοκιμαστικά ώστε να δημιουργηθεί η απαραίτητη καμπύλη επιτοκίων) θα χρειαστεί την υποστήριξη του ESM μέσω της δημιουργίας μιας πιστωτικής γραμμής διάρκειας αρκετών ετών. Η πίστωση αυτή θα είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν θα μπορεί να δανειστεί πολλά ή φτηνά κεφάλαια από τις αγορές, Και αυτό συνεπάγεται εκ των πραγμάτων την υπογραφή κάποιου είδους μνημονίου-δεσμεύσεων και διαρκείς ελέγχους από τους δανειστές.
Αυτό που είναι χρήσιμο να ειπωθεί είναι ότι με τη σημερινή διάρθρωση του χρέους, η Ελλάδα θα πρέπει να βρει πόρους 145 δισ. ευρώ για να ξεπληρώσει τόκους και χρεολύσια από το 2019 μέχρι και το 2024. Από αυτά τα χρήματα, περίπου 86 δισ. ευρώ είναι μόνο οι χρηματοδοτικές ανάγκες της περιόδου 2022-2024, οπότε και λόγω της λήξης της περιόδου χάριτος καταβολής τόκων των δανείων του ESM θα πρέπει να βρεθούν πάνω από 55 δισ. ευρώ μόνο για τους τόκους.
Η διάρθρωση αυτή είναι προφανές ότι θα αλλάξει με τις παραμετρικές παρεμβάσεις που είναι σήμερα υπό συζήτηση και αφορούν στην επιμήκυνση της λήξης των δανείων και το άπλωμα της καταβολής τόκων στο χρόνο, τη διατήρηση των επιτοκίων σε ανεκτά επίπεδα, κλπ.
Το πόσο θα αλλάξει είναι και το ζητούμενο που θα δώσει και την απάντηση στο ερώτημα αν η Ελλάδα, ακόμη κι αν τα επόμενα χρόνια καταφέρει να παρουσιάσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, θα χρειαστεί ακόμη περισσότερα μνημόνια χρηματοδότησης.