Πρόστιμο 5,5 εκατομμυρίων ευρώ και χρηματική ποινή ύψους 4,368 εκατομμυρίων ευρώ ανά εξάμηνο για όσο διάστημα συνεχίζεται η παράβαση καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η Ελλάδα για την υπόθεση της βιομηχανίας νικελίου Λάρκο.
Σημειώνεται πως το Δικαστήριο διαπίστωσε για πρώτη φορά την παράβαση της Ελλάδας με απόφαση που εκδόθηκε το 2017, ενώ σύμφωνα με την ανακοίνωση η διερεύνηση για το ζήτημα ξεκίνησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο του 2013, αφορώντας, μεταξύ άλλων, κρατικές εγγυήσεις για τα έτη 2008, 2010 και 2011 καθώς και την αύξηση κεφαλαίου του 2009 και τον Μάρτιο του 2014 εκδόθηκε απόφαση με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις αυτές, ως παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, έπρεπε να ανακτηθούν.
Εντωμεταξύ, η Ελλάδα είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την πρόθεσή της να προβεί στην πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο μέσω δύο χωριστών διαγωνισμών. Μετά την ολοκλήρωση των δύο διαγωνισμών και ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων τους, η Λάρκο θα κηρυσσόταν σε πτώχευση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τα εναπομένοντα στοιχεία του ενεργητικού της θα μεταβιβάζονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι η εν λόγω μεταβίβαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, ότι το ζήτημα της ανάκτησης των επίμαχων ενισχύσεων δεν θα αφορά τους αγοραστές των στοιχείων του ενεργητικού.
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω μεταβίβαση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και ταυτόχρονα ότι το ζήτημα της ανάκτησης των επίμαχων ενισχύσεων δεν θα αφορούσε τις εταιρείες που θα αποκτούσαν τα πωληθέντα περιουσιακά στοιχεία. Το 2016 η Κομισιόν, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που εκπορεύονταν από την απόφαση του 2014, άσκησε την πρώτη προσφυγή της κατά της Ελλάδας. Με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, το δικαστήριο του Λουξεμβούργου έκρινε υπέρ της Επιτροπής.
Στις 29 Ιανουαρίου 2020, η Επιτροπή άσκησε νέα προσφυγή, ισχυριζόμενη ότι η Ελλάδα εξακολουθούσε να μη συμμορφώνεται στις υποχρεώσεις της. Τον Φεβρουάριο του 2020, η Ελλάδα αποφάσισε την υπαγωγή της επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Κατά την Επιτροπή, η Ελλάδα δεν έλαβε μέτρα για την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων παρά μόνο μετά τη δεύτερη προσφυγή.
Με τη σημερινή του απόφαση, σημειώνεται στην ανακοίνωση, το ΔΕΕ διαπιστώνει, «αφενός, ότι η Ελλάδα παρέβη την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του 2017 μέχρι τις 25 Μαρτίου 2019 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή με την προειδοποιητική επιστολή της) και, αφετέρου, ότι η παράβαση εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης από το Δικαστήριο».
Υπό τις συνθήκες αυτές, σημειώνεται, «το Δικαστήριο εκτιμά ότι ενδείκνυται να επιβληθούν στην Ελλάδα οικονομικές κυρώσεις υπό μορφή εξαμηνιαίας χρηματικής ποινής προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης εκτέλεση της απόφασης του 2017 και προκειμένου η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει την πρόοδο των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης. Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να επιβληθεί κατ’ αποκοπήν ποσό ως αποτρεπτικό μέτρο με σκοπό να αποφευχθούν ανάλογες μελλοντικές παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης».
Για τον καθορισμό των ποσών, όπως αναφέρεται, ελήφθησαν υπ’ όψη η σοβαρότητα της παράβασης, η διάρκειά της και την ικανότητα πληρωμής της Ελλάδας. Σχετικά με τη σοβαρότητα της παράβασης, στην ετυμηγορία τονίζεται ο θεμελιώδης χαρακτήρας των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων καθώς και το σημαντικό ύψος του ποσού της μη ανακτηθείσας ενίσχυσης (το οποίο ανερχόταν, στις 14 Μαΐου 2020, σε 160 εκατομμύρια ευρώ). Το ΔΕΕ διαπιστώνει επίσης «τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της παραβατικής συμπεριφοράς της Ελλάδας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων», αλλά και τη «σημαντική» διάρκεια της παράβασης.