Η Ελλάδα είναι η ωραιότερη χώρα στον κόσμο, αρκεί να μην εξαρτάσαι οικονομικά από αυτήν. Αρκεί δηλαδή να μην εργάζεσαι σε αυτήν τη χώρα, αρκεί να μην επιχειρείς σε αυτήν τη χώρα και αρκεί το μέλλον το δικό σου και των παιδιών σου να μην είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πορεία της χώρας.
Και καθώς οι αλλοδαποί επισκέπτες αδυνατούν να κατανοήσουν λόγω γλώσσας, τις καθημερινές φαρσοκωμωδίες που εξελίσσονται παντού, οι μόνοι που μπορούν να απολαμβάνουν την επιθεώρηση διαρκείας «η ζωή στην Ελλάδα» είναι είτε οι πολίτες που έχουν λυμένα όλα τα βιοποριστικά τους θέματα, είτε οι Έλληνες του εξωτερικού, όποτε επισκέπτονται την πατρίδα τους.
Όλοι οι υπόλοιποι που ζούμε από τις επιχειρήσεις μας, από την εργασία μας και που σχεδιάζουμε το δικό μας μέλλον και το μέλλον των παιδιών μας, ασφυκτιούμε μέσα στη δυστοπία που έχει αρχίσει να λαμβάνει επικές διαστάσεις.
Και ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι το κέντρο βάρους των αποφάσεων που αφορούν τις ζωές μας, έχει μετατοπιστεί προς τις Βρυξέλλες, ο προεκλογικός δρόμος που οδηγεί στις ευρωεκλογές του Ιουνίου αντί να είναι σπαρμένος με αντίστοιχους προβληματισμούς και σχετικά ερεθίσματα, παραμένει χέρσος και άγονος. Αντιθέτως, βρίθει ανεκδότων, παρατράγουδων και αντιπαραθέσεων που ουδόλως σχετίζονται με το ευρωπαϊκό μέλλον και το μέλλον των Ελλήνων πολιτών μέσα στο μεγάλο σπίτι μας, που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένα σπίτι που εκτός από όλα τα θετικά του, βρίσκεται αντιμέτωπο με επικίνδυνα παγιωμένες στρεβλώσεις και με προβλήματα που αδυνατεί προς το παρόν να αντιμετωπίσει δυναμικά και αποτελεσματικά.
Οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν έχουν συνέλθει ακόμα από την ανατροπή της ψήφου τους στις εκλογές του 2019. Όπως όλοι θυμόμαστε, ο υποψήφιος του «Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος» (ΕΛΚ) για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ο Μάντφερντ Βέμπερ. Και όμως, παρ’ όλο που το ΕΛΚ είχε κερδίσει τις εκλογές παρά τις απώλειες, που είχε καταγράψει από τους ευρωσκεπτικιστές της «Ευρώπης των Εθνών και της Ελευθερίας» (ENL), η προεδρία «είχε παραδοθεί» στην Ούρσουλα Γκέρτρουντ φον ντερ Λάιεν. Και δεν λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ενώ οι ψήφοι των Ευρωπαίων πολιτών, καταλήγουν στην εκλογή ενός αδύναμου κοινοβουλίου, οι ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται από πολιτικούς που διορίζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις, με αμφίβολα κριτήρια.
Η Ευρώπη σήμερα έχει έναν ανοικτό πόλεμο στο έδαφος της, τον οποίο όχι μόνο δεν ελέγχει, αλλά αντιθέτως δεν έχει αποφασίσει για τη συνέχεια του και την πιθανή εξέλιξη του. Οι πολιτικές ιαχές κατά του Ρώσου εισβολέα δεν αρκούν. Ειδικά σήμερα που έχει αποδειχθεί ότι οι κυρώσεις κατά της Μόσχας είναι για τα μάτια του κόσμου, αφού το ρωσικό φυσικό αέριο έχει κατακλύσει τα βασικά ευρωπαϊκά λιμάνια, όπως είναι του Ρότερνταμ, του Ζεεμπρούγκε του Μοντουάρ και του Μπιλμπάο, από όπου περνά στην κατανάλωση.
Το ενδεχόμενο εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, θα δημιουργήσει ακόμα περισσότερες δυσκολίες στους ευρωπαϊκούς χειρισμούς, πέραν της σημαντικής αύξησης των εξοπλιστικών δαπανών. Διότι οι πόλεμοι κερδίζονται με κανόνια και όχι με ευχές. Εκτός και αν ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αφορά πλέον την Ευρώπη.
Η Ευρώπη σήμερα αναγκάζεται να λάβει μέρος σε έναν οικονομικό και τεχνολογικό πόλεμο, σε μια μάχη οξείας ανταγωνιστικότητας και σε ένα περιβάλλον εμπορικού προστατευτισμού. Η ευρωπαϊκή αγορά έχει γεμίσει από φθηνά κινεζικά καταναλωτικά και βιομηχανικά προϊόντα. Και ακόμα και το project της περίφημης πράσινης μετάβασης ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, στηρίζεται σε κινεζική τεχνολογία.
Το ευρωπαϊκό ψηφιακό και τεχνολογικό οικοσύστημα υστερεί χαρακτηριστικά και η απόσταση από της ΗΠΑ ολοένα και διευρύνεται, με την ΕΕ να αναλαμβάνει ρόλο κομπάρσου. Παράλληλα ο στόχος της απαγκίστρωσης από το ρίσκο της στενής επαφής με την Κίνα είναι ταυτόχρονα απαραίτητος, αλλά δύσκολος. Είναι απαραίτητος, λόγω του αρνητικού παραδείγματος της πλήρους ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία. Και δύσκολος, λόγω της σημαντικού αμφίπλευρου επενδυτικού μοντέλου που κυριαρχεί σήμερα ανάμεσα στην ΕΕ και στην Κίνα.
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εκτεταμένο μέτωπο μεταναστευτικών ροών, τόσο από την Ασία, όσο και από την Αφρική. Και όσοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν επαρκείς και αποτελεσματικοί τρόποι αποτροπής του, ας ανατρέξουν στην ιστορία για να δουν αντίστοιχα παραδείγματα. Ταυτόχρονα αντιμετωπίζει το περίπλοκο πρόβλημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και στις ευρωπαϊκές αξίες.
Η Ευρώπη οφείλει να επανασχεδιάσει μια ρεαλιστική πράσινη μετάβαση, μια βιώσιμη αγροτική παραγωγή, να αντιστρέψει την τάση αποβιομηχάνισης και να ενισχύσει την καινοτομία, με τρόπους που θα αυξήσουν το οικονομικό και επιχειρηματικό αποτύπωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διεθνή σκακιέρα.
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δημογραφικό αδιέξοδο, με σαφέστατες επιπτώσεις τόσο στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, όσο και στην αγορά απασχόλησης τα επόμενα χρόνια.
Μπροστά σε όλα αυτά τα κρίσιμα θέματα που βρίσκεται η εγχώρια προεκλογική συζήτηση εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου; Πουθενά.
Όλα τα κόμματα αναφέρονται σε «μηνύματα» που πρέπει να δοθούν, λες και οι πολίτες είναι ταχυδρομικά περιστέρια και όχι ψηφοφόροι.
Τα περισσότερα κόμματα αμφισβητούν το αδιάβλητο των εκλογικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα να έχουν συμπαρασύρει σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το 30% των ψηφοφόρων, που εκτιμούν ότι στις προσεχείς εκλογές θα υπάρξει κίνδυνος νοθείας.
Η σύνθεση των ψηφοδελτίων χαρακτηρίζεται από εσωκομματικούς συσχετισμούς και ισορροπίες, από εξωκομματικές μεταγραφές, από μη πολιτικές υποψηφιότητες στοχεύοντας περισσότερο στην εκλογική καταγραφή «κρίσιμων ποσοστών», παρά στη συγκρότηση ικανών και αποτελεσματικών ομάδων πίεσης στο ευρωκοινοβούλιο.
Αυτά τα «κρίσιμα ποσοστά» είναι για τη Νέα Δημοκρατία το 33% των εκλογών των ευρωεκλογών του 2019, για το ΠΑΣΟΚ η κατάκτηση της δεύτερης θέσης, για τον Σύριζα το 17,83% των εθνικών εκλογών του 2023, για το κόμμα Βελόπουλου το 10% και για τα υπόλοιπα κόμματα τα ποσοστά που θα τους επιτρέψουν να εκπροσωπηθούν έστω και με έναν βουλευτή στην Ευρωβουλή.
Η κατάκτηση των προαναφερθέντων ποσοστών, είτε θα πιστοποιήσει, είτε θα αναταράξει τη δυναμική των κομμάτων απέναντι στους πολίτες και τις ισορροπίες ανάμεσα στα στελέχη των κομματικών μηχανισμών. Παράλληλα θα αποτελέσει τη γραμμή εκκίνησης για τις επόμενες εκλογές του 2027. Δηλαδή πάμε στις ευρωεκλογές του 2024, με το μυαλό στο 2027!
Τα «παιδία παίζει» λοιπόν, σε μια χώρα της οποίας οι οικονομικές προοπτικές εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τα τεκταινόμενα στις Βρυξέλλες.