Εδώ και ενάμιση σχεδόν μήνα που ο πλανήτης παρακολουθεί τις εξελίξεις στο μέτωπο του κορονοϊού και όσο τα κρούσματα εκτός Κίνας πολλαπλασιάζονταν, αυξάνονταν και οι ανησυχίες για την έλευση της επιδημίας στην Ελλάδα και για τις επιπτώσεις που θα έχει στην ελληνική οικονομία. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ισχυρής ανάκαμψης αλλά παραμένει ευάλωτη στις αναταράξεις και στους εξωτερικούς κινδύνους, καθώς μετά από μία δεκαετία κρίσης οι αντιστάσεις της είναι περιορισμένες.
Τους τελευταίους 7 μήνες τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο με εντυπωσιακό τρόπο, εντούτοις τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί δεν έχουν προλάβει να θωρακίσουν την οικονομία έναντι σοβαρών διεθνών κινδύνων. Πόσο μάλλον όταν ο κίνδυνος είναι τόσο μεγάλος που η UBS χθες εκτίμησε ότι αν οι συνθήκες επιδεινωθούν και οι ευρωπαϊκές αρχές προχωρήσουν σε αυστηρά περιοριστικά μέτρα, θα οδηγηθεί σε ύφεση μέχρι και η Ελβετία.
Όποιος κάνει σήμερα πρόβλεψη για τις επιπτώσεις μόνο έξω μπορεί να πέσει. Ένα σημαντικό μέτωπο είναι το δημοσιονομικό και οι διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα υπόλοιπα αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης. Στο δυσμενές σενάριο ο κορονοϊός θα μπορούσε να εκτροχιάσει την ανάκαμψη όμως μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια ένδειξη για μη εφαρμογή των φοροελαφρύνσεων που έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση για το 2020.
Τουναντίον, η Κομισιόν στέλνει μήνυμα ακόμη μεγαλύτερων ελαφρύνσεων. Στην έκθεση που δημοσιεύθηκε χθες για την 5η αξιολόγηση, η Κομισιόν εξήρε τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης και έδωσε το πρώτο «πράσινο φως» στα ελληνικά αιτήματα. Η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να εξαιρεθούν από τον δημοσιονομικό στόχο οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για το μεταναστευτικό. Όταν επικυρωθεί και τυπικά η απόφαση θα δώσει πολύτιμο δημοσιονομικό χώρο που υπολογίζεται στα 280 εκατ. ευρώ.
Η απόφαση φαίνεται πως είναι ειλημμένη ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξουν και άλλα καλά νέα από τις Βρυξέλλες. Η συζήτηση για τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5% θα ενταθεί τους επόμενους μήνες, ενώ η ελληνική κυβέρνηση ζητάει και την εφαρμογή του μηχανισμού εξομάλυνσης που θα επιτρέπει στην ουσία τη μεταφορά δημοσιονομικού χώρου από τη μία χρονιά στην άλλη.
Με την Ιταλία να βρίσκεται σε ύφεση και να έχει απόλυτη ανάγκη τη δημοσιονομική ευελιξία που υποσχέθηκε ο Βλάντις Ντομπρόφσκις, η Ελλάδα βρίσκει ευήκοα ώτα και σε συνδυασμό με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και κυρίως με την επιτάχυνση των διαδικασιών για την επίλυση των τραπεζικών προβλημάτων μπορεί να ελπίζει στην επίτευξη του μεγάλου στόχου που θα φέρει νέες φοροελαφρύνσεις.
Στα υπόλοιπα πεδία, είναι λογικό μετά την επιβεβαίωση του πρώτου κρούσματος στην Ελλάδα να έχουν αρχίσει οι υπολογισμοί για τις οικονομικές συνέπειες. Σαφέστατα στο επίκεντρο βρίσκεται πρωτίστως ο τουρισμός και δευτερευόντως η ναυτιλία (κυρίως λόγω των εξελίξεων στο διεθνές εμπόριο), όμως οι πρώτες εμφανείς επιπτώσεις γίνονται αισθητές στο χρηματιστήριο.
Στις τελευταίες 5 συνεδριάσεις το ταμπλό της Λεωφόρου Αθηνών έχει «κοκκινίσει» με σωρευτικές απώλειες για τον Γενικό Δείκτη της τάξης του 11,5% ή 105 μονάδων. Οι 900 μονάδες χάθηκαν με χαρακτηριστική ευκολία και πλέον γίνεται μάχη για τις 800 μονάδες σε περιβάλλον έντονης νευρικότητας αφού κανείς δεν γνωρίζει πως θα εξελιχθεί η κατάσταση με τον κορονοϊό και αν θα εξαπλωθεί στην Ελλάδα με την ταχύτητα που συνέβη στην Ιταλία. Στο ίδιο διάστημα ο τραπεζικός δείκτης έχασε το 15% της συνολικής του κεφαλαιοποίησης.
Αναλυτές που παρακολουθούν στενά την αγορά του τουρισμού σημειώνουν ότι ο αντίκτυπος από τις ακυρώσεις των Κινέζων τουριστών δεν ανησυχεί γιατί αντιστοιχούν στο 1% του τζίρου. Αυτό που ανησυχεί είναι αν θα παραμείνει σε έξαρση η επιδημία έως το καλοκαίρι και αν θα υπάρξουν περιορισμοί στις διεθνείς μετακινήσεις. Γιατί το αποκορύφωμα των αφίξεων είναι στους τρεις μήνες του καλοκαιριού. Άρα η επίπτωση θα είναι μικρή αν ο ιός περιοριστεί έως τον Απρίλιο και σταδιακά επανέλθουν οι μετακινήσεις σε φυσιολογικά επίπεδα.