Κορυφώνονται οι ανησυχίες για νέα άνοδο του πληθωρισμού, καθώς, όπως εκτιμάται, οι μεγάλες καταστροφές στις αγροτικές καλλιέργειες και στις κτηνοτροφικές μονάδες των πληγεισών από τις πλημμύρες περιοχών της Θεσσαλίας, θα οδηγήσουν σε ελλείψεις οι οποίες με τη σειρά τους θα ανεβάσουν τις τιμές σε βασικά είδη διατροφής.
Σε ό,τι αφορά τα οπωροκηπευτικά προϊόντα, η Θεσσαλία παράγει τη μισή, σχεδόν, ετήσια ποσότητα βιομηχανικής τομάτας, δηλαδή την τομάτα που χρησιμοποείται για την παρασκευή προϊόντων, όπως πελτές ή τοματάκια.
Αν χαθεί η παραγωγή αυτή, καθώς μεγάλο μέρος των καλλιεργειών αυτών έχει καταστραφεί, τότε εκτός από νέες ανατιμήσεις στα είδη αυτά, τα οποία ήδη είναι επιβαρυμένα με μια αύξηση 30% από πέρσι, οι βιομηχανίες θα αναγκαστούν να κάνουν εισαγωγές, οι οποίες θα επιβαρύνουν τόσο την τιμή, όσο και το εμπορικό ισοζύγιο. Όπως, δε, αναφέρουν αγρότες και μέλη γεωργικών συνεταιρισμών, η αποκατάσταση των ζημιών και η επανεκκίνηση των καλλιεργειών αυτών θα πάρει τουλάχιστον δυο με τρία χρόνια, που σημαίνει ότι οι πληθωριστικές τάσεις θα έχουν ένα βάθος χρόνου.
Πιο σοβαρά είναι τα προβλήματα που θα υπάρξουν και στα σιτηρά, κυρίως στο σιτάρι και στο κριθάρι και στα προϊόντα που παρασκευάζονται από αυτά. Και αυτό γιατί ο νομός Λάρισας παράγει το 24% της συνολικής ελληνικής παραγωγής σκληρού σιταριού και το 23%, περίπου του κριθαριού.
Όπως είναι ευνόητο οι απώλειες στον τομέα αυτό θα δημιουργήσουν πληθωριστικές τάσεις και στην τιμή του ψωμιού, φρέσκου ή συσκευασμένου, καθώς ακόμη και σε περίπτωση εισαγωγών, λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία οι διεθνείς τιμές των προϊόντων αυτών έχουν ήδη αυξηθεί σημαντικά.
Κρέατα και γαλακτοκομκά
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η ανησυχία για τα κρέατα και τα γαλακτοκομικά. Η Θεσσαλία συμμετέχει στην παραγωγή του χοιρινού κρέατος κατά 71,10%. Στην περίπτωση αυτή το μέγεθος των ζημιών θα καθορίσει και το κατά πόσον θα υπάρξουν ανατιμήσεις τόσο στο χοιρινό κρέας, όσο και στο βόειο, του οποίου η παραγωγή καλύπτει το 18,3% της συνολικής ετήσια εγχώριας παραγωγής.
Στα γαλακτοκομικά, προβλήματα εκτός από τους παραγωγούς εντοπίζονται και σε μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής γάλακτος και τυροκομικών. Η Θεσσαλία με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ συμμετέχει κατά 10% στη συνολική, ετήσια, εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, κατά 22% στην ετήσια παραγωγή πρόβειου γάλακτος και κατά 16,49% του κατσικίσιου γάλακτος. Σε περίπτωση που η παραγωγή θα είναι ελλειμματική, οι βιομηχανίες, πέραν των λειτουργικών τους προβλημάτων θα επιβαρυνθούν και με ένα επιπλέον κόστος, σε περίπτωση που κάνουν εισαγωγές. Το επιπλέον αυτό κόστος, είναι βέβαιο ότι εκτός από τους παραγωγούς και μεταποιητές θα επιβαρύνει και τους τελικούς καταναλωτές.
Επίσης, σε ότι αφορά , ακόμη, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, πληθωριστικές τάσεις αναμένεται να δημιουργήσει και η πιθανή έλλειψη στα τυροκομικά προϊόντα, καθώς στη Θεσσαλία παράγεται το 25% των σκληρών τυριών και το 40% των μαλακών τυριών.
Σημειώνεται ότι οι ανησυχίες για άνοδο των τιμών λόγω ελλείψεων δεν αφορούν μόνο τις παραπάνω βασικές κατηγορίες τροφίμων, αλλά και εποχικών φρούτων, όπως τα αχλάδια, όπου η Θεσσαλία συμμετέχει στην ετήσια παραγωγή κατά 54%, αλλά και στα μήλα, τα κάστανα και τα αμύγδαλα, όπου συμμετέχει στην συνολική ετήσια παραγωγή κατά το ήμισυ, περίπου.
Ελλείψεις αναμένεται να υπάρξουν και στα όσπρια, όπως ρεβύθια και φακές όπου η Θεσσαλία καλύπτει το ένα τρίτο της συνολικής εγχώριας παραγωγής.
Σημαντική, βέβαια, επίπτωση θα έχουν και οι ζημιές στις καλλιέργειας βαμβακιού, όπου η Θεσσαλία καλύπτει το 38% της συνολικής ετήσιας παραγωγής. Οι βαμβακοκαλλιεργητές, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες έχουν υποστεί σημαντική ζημιά. Έχει ήδη καταστραφεί όλη η παραγωγή σε έκταση 920.000 στρεμμάτων. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή θα υπάρξει σημαντική αύξηση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς η ποιότητα του συγκεκριμένου βαμβακιού είναι πολύ καλή, κάτι που το κάνει ωσ το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν της περιοχής.