Κάθε βήμα απλοποίησης των σχέσεων του πολίτη με το κράτος έχει πάντα εκείνους που το πολεμούν.
Τα παραδείγματα πάμπολλα. Ας θυμηθούμε τον ΕΦΚΑ όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν δέχονταν να εκδίδουν συντάξεις πιστοποιημένοι λογιστές και δικηγόροι.
Τους συμβολαιογράφους όταν τέθηκε το θέμα της ψηφιοποίησης του συμβολαιογραφικού τους έργου. Τις επιχειρήσεις, τους προμηθευτές και τους τεχνικούς εγκαταστάτες όταν καθυστερούσαν να διασυνδέσουν τις ταμειακές μηχανές με τα POS.
Η αντίσταση στον εκσυγχρονισμό υπάρχει παντού, κυρίως όμως όσοι εναντιώνονται δεν διαφωνούν με τις αλλαγές γενικώς, αλλά με τις αλλαγές γύρω από τα δικά τους μικροσυμφέροντα.
Όπως όλοι είναι υπέρ της πάταξης της φοροδιαφυγής, αλλά εναντίον κάθε μέτρου που αφορά τους ίδιους, όπως όλοι είναι υπέρ της αξιολόγησης γενικώς, αλλά εναντίον κάθε δικής τους αξιολόγησης, έτσι και όλοι είναι υπέρ της απλοποίησης των σχέσεων του κράτους με τον πολίτη.
Εκτός αν θίγεται το δικό τους συμφέρον. Διότι αν αλλάξει η πεπατημένη με την οποία έχουν μάθει να λειτουργούν τόσα χρόνια, τι θα κάνουν;
Αυτό πάνω κάτω συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες και με τις προσυμπληρωμένες φορολογικές δηλώσεις όπου εξελίσσεται μια αντιπαράθεση μεταξύ των λογιστών, του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και της ΑΑΔΕ.
Σειρά λαθών στα προσυμπληρωμένα πεδία βρίσκουν οι φοροτέχνες και ζητούν παράταση, συντεχνιακή σκοπιμότητα βλέπει ο Χατζηδάκης.
Η μεγάλη φετινή αλλαγή είναι ότι για 1,3 εκατομμύρια μισθωτών και συνταξιούχων δεν απαιτείται πια η υπογραφή τους, αν δεν το κάνουν μέσα στις προθεσμίες, θεωρείται ότι έχουν ελέγξει και αποδεχτεί τα προσυμπληρωμένα στοιχεία και η δήλωση υποβάλλεται αυτόματα. Άρα δεν υπάρχει και λόγος να προσφύγει κανείς σε λογιστή.
Αν για τη φορολογική δήλωση που είναι προσυμπληρωμένη αρκεί ένας απλός έλεγχος από το φορολογούμενο για πιθανά λάθη και μετά αυτή υποβάλλεται αυτόματα, εκλείπει η ανάγκη του φοροτέχνη.
Αν δεν άλλαξε κάτι στα περιουσιακά στοιχεία των ανθρώπων αυτών, που δεν χρειάζεται από φέτος να κάνουν κάτι οι ίδιοι, καθώς η ΑΑΔΕ θα έχει «περασμένα» το σύνολο των στοιχειών τους, θα γλιτώσουν την αμοιβή του λογιστή.
Δηλαδή τα 20 με 50 ευρώ που πληρώνουν κάθε χρόνο, ενώ η εκκαθάριση της δήλωσης θα γίνει πολύ νωρίτερα από άλλα χρόνια και το βασικότερο δεν κινδυνεύουν να είναι εκπρόθεσμοι.
Θα μου πείτε, ένας ολόκληρος κλάδος αντιδρά για 20 - 50 ευρώ τη δήλωση; Όχι μόνο γι’ αυτό, αν και μη υποτιμάτε το ποσό, λίγα από εδώ, λίγα από εκεί, μαζεύονται.
Αυτοί που γκρινιάζουν - γιατί δεν είναι όλοι - βλέπουν ότι μεσοπρόθεσμα οδεύουμε προς τη πλήρη ψηφιοποίηση του φορολογικού συστήματος.
Το επάγγελμα του φοροτεχνικού αλλάζει, όπως τόσα άλλα, και κάποιοι που ασχολούνται περισσότερο από άλλους με το παραδοσιακό αντικείμενο, να τρέχουν δεξιά και αριστερά να συλλέξουν στοιχεία για τη δήλωση του συνταξιούχου, βλέπουν ότι αυτό τελειώνει.
Δεν σημαίνουν τα παραπάνω ότι δεν υπάρχουν προβλήματα κι ενδεχομένως θα προκύψουν κι άλλα με τις φετινές δηλώσεις, καθώς εκτός από το γεγονός ότι για κάποιους φέτος δεν χρειάζεται η παρουσία λογιστή, είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται το νέο τεκμαρτό σύστημα υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος των επαγγελματιών.
Ανέκαθεν όταν ξεκινά η περίοδος υποβολής των δηλώσεων ανακύπτουν ζητήματα, πάντα λείπουν κάποιοι κωδικοί. Και ενδεχομένως να έχουν δίκιο οι φοροτεχνικοί όταν λένε ότι δεν έχουν ακόμη ανέβει τα έκτακτα επιδόματα των συνταξιούχων, ότι κάποια υπουργεία ή φορείς δεν έχουν ανεβάσει ακόμη βεβαιώσεις αποδοχών, ότι κάποιες τράπεζες έχουν στείλει λανθασμένους τόκους καταθέσεων και δανείων.
Αλλά όπως λέει και η ΑΑΔΕ, από την οποία ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας ζήτησε να εξετάσει το θέμα, η προσυμπλήρωση των δηλώσεων δεν είναι καινούργια, ακολουθείται εδώ και χρόνια. Είναι γνωστή στους λογιστές και όταν οι υπόχρεοι φορείς (τράπεζες, Δημόσιο, εργοδότες, κλπ), στέλνουν λάθος στοιχεία, έχουν ευθύνη να τα διορθώσουν.
Η γκρίνια μ’ άλλα λόγια των λογιστών δείχνει δυσανάλογη των όσων προβάλλονται ως αιτιάσεις. Οι κακές γλώσσες λένε ότι σηκώνουν το θέμα, ώστε να δημιουργήσουν κλίμα για να καταφύγουν και φέτος οι φορολογούμενοι σ’ αυτούς.
Αν είναι έτσι, οι αντιδράσεις τους συνδέονται με την ανασφάλεια που μας διακρίνει απέναντι στη διαχείριση κάθε αλλαγής, ακόμη κι αν αυτή είναι προς το συμφέρον μας.
Διότι, η προσυμπλήρωση των δηλώσεων σε μερίδα φορολογουμένων, χωρίς να χρειάζεται η υπογραφή τους, στη πραγματικότητα λύνει τα χέρια των λογιστών.
Τους απαλλάσσει από ένα απολύτως χρονοβόρο αντικείμενο χωρίς κανένα ουσιαστικό για τους ίδιους έσοδο και τους απελευθερώνει πολύτιμο χρόνο, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με τα φορολογικά ζητήματα που τους αποφέρουν πολύ μεγαλύτερες απολαβές, δηλαδή τις εταιρείες.
Στην πραγματικότητα, οι φοροτεχνικοί θα έπρεπε να ευχαριστούν τον Χατζηδάκη για τις προσυμπληρωμένες δηλώσεις χωρίς την ανάγκη υπογραφής από το φορολογούμενο, όχι να αντιδρούν.
Τα πιο οργανωμένα φοροτεχνικά γραφεία έτσι ακριβώς σκέφτονται. Τρίβουν τα χέρια τους, καθώς όταν γενικευθεί σε όλους τους φορολογούμενους το σύστημα των προσυμπληρωμένων δηλώσεων, θα επικεντρωθούν στο μοναδικό αντικείμενο που έχει γι’ αυτά ουσία.
Ασφαλώς και θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα, να ξεβολευτούν, που δυσκολεύονται να βγουν από την comfort zone με την οποία έχουν μάθει να λειτουργούν τόσα χρόνια.
Το βλέπουμε παντού και σε άλλους τομείς, όπου θύλακες οι οποίοι εκπροσωπούν κλάδους ή και κοινωνικές ομάδες, επιδιώκουν τη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν, καθώς έτσι θα διατηρήσουν μικροπρονόμια ή την ησυχία τους.
Αλλά να το πούμε και αλλιώς. Κανείς δεν θέλει αλλαγές που να αγγίζουν τα δικά του μικροπρονόμια. Αλλά αυτή είναι η δουλειά της κυβέρνησης, να αγνοεί τις αντιδράσεις των λίγων και να ασχολείται με τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολλών, αλλιώς οι πολλοί θα της γυρίσουν την πλάτη.