Στα 110 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι φτάνει – μετά και το τελευταίο «πακέτο» που ανακοινώθηκε χθες – το συνολικό ποσό που έχει δεσμευτεί να διαθέσει η κυβέρνηση της Γαλλίας προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της, με στόχο να αντέξει στη δύσκολη περίοδο της κρίσης και να ανακάμψει όσο πιο ομαλά και γρήγορα γίνεται στη συνέχεια.
Ωστόσο, ο υπουργός Οικονομικών της δεύτερης μεγαλύτερης χώρας της Ευρώπης, απηχώντας τη θέση της κυβέρνησης και του ίδιου του Εμανουέλ Μακρόν, ήταν ξεκάθαρος όσον αφορά τους ευρωπαϊκούς πόρους που θα αξιοποιήσει: «Ναι» στο πρόγραμμα SURE – το ταμείο, δηλαδή, που προορίζεται για να χρηματοδοτεί το μοντέλο της μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, με μόνη προϋπόθεση την ύπαρξη εγγυήσεων στο 25% του τελικού ποσού από τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη – αλλά «όχι» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ο οποίος (παρά τις σχετικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί) εξακολουθεί να θεωρείται ... φορέας αυστηρών συνοδευτικών όρων ή ακόμη και μνημονίων.
Ανάλογη και ακόμη πιο κατηγορηματική στάση φαίνεται πως τηρεί και η Ρώμη, η οποία επίσης έχει δεσμευτεί να διαθέσει πολλές δεκάδες δισ. για να στηρίξει την τρίτη ισχυρότερη οικονομία της ΕΕ. «Στο ζήτημα του ESM, όπως έχω επανειλημμένως δηλώσει, παραμένουμε επιφυλακτικοί. Το συγκεκριμένο εργαλείο σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει διαφορετικού είδους σοκ και είναι τοποθετημένο σε ένα πλαίσιο κανόνων οι οποίοι αντανακλούν ακριβώς την προέλευσή του», δήλωσε χαρακτηριστικά το περασμένο Σάββατο ο Ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε.
Η βουλή την τελική απόφαση
Ωστόσο, επειδή η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη και οι εξελίξεις απρόβλεπτες, ο Κόντε φρόντισε να αφήσει ανοιχτή μια... χαραμάδα για την αποδοχή του ESM, πετώντας το μπαλάκι στους βουλευτές. «Σε κάθε περίπτωση – σημείωσε – ακόμη κι αν εμείς θεωρήσουμε αποδεκτούς και κατάλληλους τους κανόνες που θα διέπουν τη νέα πιστωτική γραμμή, είναι το κοινοβούλιο αυτό το οποίο θα αποφασίσει τελικά εάν είναι σκόπιμο να ενεργοποιηθεί».
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι τις επιφυλάξεις και επιλογές των δύο παραπάνω κρατών-μελών δείχνουν να συμμερίζονται, αν μη τι άλλο, αρκετοί ακόμη εταίροι. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που είχε φανεί τόσο στις συνεδριάσεις του Eurogroup όσο και κατά τις συνόδους κορυφής που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα με αντικείμενο την αντιμετώπιση της πανδημίας και των συνεπειών της.
Πρακτικά, λοιπόν, αυτό στο οποίο δείχνουν να συγκλίνουν πολλοί – με δεδομένο, φυσικά, ότι δεν υπάρχει στον ορίζοντα προοπτική έγκρισης και έκδοσης ευρωομολόγων, ειδικά μετά και την πρόσφατη ετυμηγορία-βόμβα του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας – είναι να στηριχτούν στις δικές τους κυρίως δυνάμεις.
Θα το κάνουν δε είτε αξιοποιώντας την όποια ρευστότητα διαθέτουν στα ταμεία τους και τα περιθώρια που αυτή τους δίνει είτε βγαίνοντας στις αγορές για να δανειστούν, εκμεταλλευόμενοι το «πάγωμα» (τουλάχιστον για το 2020) των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων για το χρέος και το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και στο μεταξύ, θα έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους ανοιχτά μήπως υπάρξει κάποιο αισιόδοξο μήνυμα από το Βερολίνο και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Βορρά – χωρίς, μέχρι στιγμής, να διαφαίνεται κάτι τέτοιο.