Είναι δυο οι λόγοι, για τους οποίους η Γερμανία απασχολεί τις τελευταίες ημέρες ολοένα και περισσότερο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και η αλήθεια είναι ότι η εικόνα που παρουσιάζεται σήμερα, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την εικόνα που εισπράτταμε τα περασμένα χρόνια. Την εικόνα μιας βαθιά δημοκρατικής κοινωνίας, με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Μιας χώρας «πρότυπο» για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο πρώτος λόγος είναι οι αγροτικές διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις κατά της ακρίβειας και της κατάργησης της επιδότησης των αγροτικών καυσίμων, που έχουν λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Με τους αγρότες να διαδηλώνουν ακόμα και μπροστά στην Πύλη του Βραδεμβούργου στο Βερολίνο.
Και ο δεύτερος λόγος είναι η καταγραφή δημοσκοπικών ποσοστών ρεκόρ για το ακροδεξιό κόμμα AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), το οποίο σκοπεύει να εντάξει στο πρόγραμμα του, μέχρι και τη διοργάνωση δημοψηφίσματος για την έξοδο της Γερμανίας από την Ε.Ε. Ονοματίζοντας μάλιστα αυτήν την πρωτοβουλία, ως «Dexit».
Οι αγροτικές διαδηλώσεις αποτελούν κορύφωση των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων σε όλη τη Γερμανία από πολλούς και διαφορετικούς κλάδους. Από την εστίαση μέχρι τα supermarkets και από τους μηχανικούς των σιδηροδρόμων, μέχρι τον ευρύτερο χώρο της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Η ατζέντα των διαδηλωτών έχει αποκτήσει ισχυρά πολιτικά χαρακτηριστικά, με την υιοθέτηση αρκετών εμπρηστικών συνθημάτων από αυτά που χρησιμοποιεί κατά κόρον το AfD. Συνθήματα που ακούγονται άλλωστε από τις δυνάμεις του λαϊκισμού σε όλη την Ευρώπη κατά του «πολιτικού κατεστημένου» και κατά του «συστήματος».
Ειδικά στη Γερμανία, οι διαδηλωτές ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις θέσεις του AfD περί ευνοιοκρατίας και υπεξαίρεσης κρατικών πόρων, που απαξιώνουν γενικότερα το γερμανικό πολιτικό σύστημα. Άλλωστε η δεξαμενή ψήφων του AfD τροφοδοτείται τόσο από απογοητευμένους ψηφοφόρους των παραδοσιακών κομμάτων CDU και SPD, όσο και από τον χώρο της Αριστεράς. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα υψηλότερα εκλογικά του ποσοστά, το AfD τα επιτυγχάνει στις περιοχές της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπου τα αποτυπώματα του «σοσιαλιστικού παρελθόντος» παραμένουν εμφανή.
Τι έγινε ξαφνικά και η γερμανική κοινωνία χωρίς λόγο και αιτία στρέφεται προς την ακροδεξιά; Μήπως είναι αποτέλεσμα της εντυπωσιακής επιβράδυνσης που ακολουθεί η γερμανική οικονομία; Μιας επιβράδυνσης που χαμηλώνει το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών, αποκαθηλώνοντας ταυτόχρονα την εικόνα της παντοδύναμης γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής.
Το πρώτο σοκ της γερμανικής οικονομίας, ήρθε μέσα από την καθυστερημένη συνειδητοποίηση της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Μόσχα. Η ενεργειακή εξάρτηση, είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, όταν το κίνημα των Πράσινων - Οικολόγων αντιμαχόταν με σθένος την ανάπτυξη πυρηνικών σταθμών για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και απαιτούσε τη διακοπή της λειτουργίας των υπαρχόντων μονάδων.
Οι θέσεις των Πρασίνων, υιοθετήθηκαν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων. Έτσι μετά και από τη στρατηγική επιλογή της «απολιγνιτοποίησης», η Γερμανική βιομηχανική μηχανή μετατράπηκε σε όμηρο του ρωσικού φυσικού αερίου, την ίδια στιγμή που η Γαλλία στηρίζει την ενεργειακή της ισορροπία στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, που λειτουργούν μόλις κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα από τα σύνορα των δυο χωρών.
Άλλου τύπου εξάρτηση έχει η Γερμανία από την Κίνα. Η Κίνα είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας εκτός Ευρώπης με τις συναλλαγές μέσα στο 2022 να ανέρχονται στα $314 δισ. και με τις επενδύσεις γερμανικών εταιριών σε κινεζικό έδαφος να βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ.
Για να εξηγήσουμε ακόμα καλύτερα την εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα, αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 40% του παγκόσμιου τζίρου της Volkswagen έρχεται από την Κίνα. Οπότε οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ακολουθεί το Πεκίνο και η πριμοδότηση των οχημάτων που παράγονται στην Κίνα, αποδυναμώνουν αισθητά το αφήγημα περί επιτυχίας των γερμανικών επενδύσεων στην Κίνα.
Συνεπώς, οι γερμανικές βιομηχανίες εντός της Κίνας χάνουν μερίδιο αγοράς, κάτι που συμβαίνει και με τις γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα που παρουσιάζουν μείωση λόγω της πτωτικής πορείας της καταναλωτικής δαπάνης των Κινέζων.
Όμως εκτός από τα αναφερθέντα προβλήματα που έχουν σχέση με εξωτερικές οικονομικές σχέσεις, η Γερμανία αντιμετωπίζει τρία κορυφαία προβλήματα εσωτερικής υφής.
Το πρώτο αφορά της υποδομές, που είτε είναι γερασμένες, είτε είναι ανεπαρκείς για να φιλοξενήσουν τους νέους φιλόδοξους στόχους, όπως για παράδειγμα στον χώρο της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ.
Το δεύτερο αφορά τη σημαντική υστέρηση που παρουσιάζεται στις επενδύσεις στον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας, όπου η Γερμανία από πρωταγωνιστής έχει μετατραπεί σε κομπάρσο.
Και το τρίτο, είναι η έλλειψη εργατικού δυναμικού και ειδικά εξειδικευμένων επιστημόνων και τεχνικών. Με αποτέλεσμα να υποχωρεί η σημερινή Γερμανική οικονομία σε παραγωγικότητα, σε ανταγωνιστικότητα και σε καινοτομία. Η πολιτική λύση στο πρόβλημα είναι η υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων. Κάτι που δυσχεραίνεται τόσο από την αναγκαστική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτικών τάσεων στις συμμαχικές κυβερνήσεις, όσο και από την άνοδο των λαϊκίστικων πολιτικών δυνάμεων.
Ξεχασμένη στην άκρη είναι αυτήν την περίοδο, η συζήτηση περί «κρυφού χρέους» των τοπικών κυβερνήσεων και περί «κρυφών κινδύνων» των περιφερειακών τραπεζών στη Γερμανία.
Τον περασμένο Νοέμβριο σε μία απόφαση - σταθμό, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε αντισυνταγματικό τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό του 2021 και στην ανακατανομή κονδυλίων ύψους 60 δισ. ευρώ τα οποία, ενώ αρχικά αφορούσαν πολιτικές για την καταπολέμηση των συνεπειών της πανδημίας, στη συνέχεια η κυβέρνηση τα έστρεψε προς το Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προαναφερθέντες κυβερνητικοί χειρισμοί παρέκαμπταν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο το «φρένο του χρέους» που ισχύει στη Γερμανία.
Έτσι, εκτός από τα 60 δισ. ευρώ που αναζητούνται επειγόντως από την κυβέρνηση και την αναμενόμενη «μαύρη τρύπα» ύψους 17 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού του 2024, στη δημόσια σφαίρα της Γερμανίας έχει αναδυθεί και το τεράστιο πρόβλημα που ακούει στον όρο: «συνολικό δημόσιο χρέος». Το οποίο περιλαμβάνει την τοπική αυτοδιοίκηση, τις περιφερειακές κυβερνήσεις, καθώς και κάθε είδους κρυφά κονδύλια. Και το ύψος αυτού του χρέους υπολογίζεται στα 2,5 τρισ. ευρώ.
Τι θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα; Οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας από τους οίκους αξιολόγησης. Διότι θα φανεί και επίσημα, ότι η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής βρίσκεται σε πορεία εκτροχιασμού και ότι ο βασικός πνεύμονας της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει χάσει τις ανάσες του.