Γερμανία: Οι κρίσιμες εκλογές και ο κίνδυνος υποβάθμισης της οικονομίας
Shutterstock
Shutterstock

Γερμανία: Οι κρίσιμες εκλογές και ο κίνδυνος υποβάθμισης της οικονομίας

Πόσο πιθανό είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να χάσει την κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση «ΑΑΑ», έχοντας να αντιμετωπίσει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και προερχόμενη από πολυετή οικονομική στασιμότητα;

Με τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων της Γερμανίας να εκτιμά πως η κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο «ασθενής της Ευρώπης» είναι κρίσιμη και τον επίσης γερμανικό οίκο αξιολόγησης Scope Ratings, να απειλεί με υποβάθμιση το γερμανικό αξιόχρεο, οι εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα.

Όλες οι εκλογές είναι σημαντικές, όμως οι επερχόμενες είναι από αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις που αποτελούν πραγματικά σημείο καμπής για το μέλλον μιας χώρας. Έχουν, άραγε, την ικανότητα τα κόμματα που θα συνθέσουν την επόμενη κυβέρνηση να καταστήσουν ξανά κυρίαρχη τη γερμανική οικονομία και να οδηγήσουν την Ευρώπη;

Πάντως, μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Να πούμε, εν συντομία, ότι οι παράγοντες που οδήγησαν σε παράλυση τη γερμανική οικονομία σχετίζονται με ένα συνδυασμό κυκλικών και διαρθρωτικών προβλημάτων. Στα κυκλικού χαρακτήρα προβλήματα έχουμε τον υψηλό πληθωρισμό (φαινόμενο που εξασθενεί), τα υψηλά επίπεδα αποθεμάτων, τα υψηλά επιτόκια (που υποχωρούν) και την πολιτική αβεβαιότητα (ίσως περιοριστεί σημαντικά στις 23/2). Είναι εμπόδια που μπορούν αργά ή γρήγορα να ξεπεραστούν.

Την ίδια ώρα, η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα των διαρθρωτικών προβλημάτων. Το παλιό μακροοικονομικό και επιχειρηματικό μοντέλο της φθηνής ενέργειας και της εύκολης πρόσβασης σε μεγάλες αγορές για την προώθηση των εξαγωγών, δεν λειτουργεί πια.

Πέρασαν περίπου 10 χρόνια στα οποία δεν υλοποιήθηκαν οι απαιτούμενες επενδύσεις και παράλληλα η Κίνα από εξαγωγικός προορισμός μετατράπηκε σε κορυφαίο βιομηχανικό ανταγωνιστή. Οι τρεις μεγαλύτερες διαρθρωτικές προκλήσεις για τη Γερμανία σχετίζονται με την ενέργεια, την Κίνα και τον ευρύτερο ανταγωνισμό.

Αν δεν βρει γρήγορα λύσεις σε αυτά τα τρία προβλήματα, η χώρα κινδυνεύει να χάσει την κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση «ΑΑΑ», εξέλιξη που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο για το γερμανικό δημόσιο όσο και για τις επιχειρήσεις που δανείζονται από τις αγορές. Η απειλή, μάλιστα, προέρχεται από τον γερμανικό οίκο Scope.

Όπως δήλωσε στο Reuters ο Έικο Σίβερτ, εκτελεστικός διευθυντής της Scope για την Ευρώπη, από μόνη της η ασθενέστερη ανάπτυξη του ΑΕΠ δεν αποτελεί άμεση απειλή για την αξιολόγηση «ΑΑΑ», ακόμα και αν η στασιμότητα συνεχιστεί το 2025. Αυτό που σύμφωνα με την Scope απειλεί την αξιολόγηση, είναι πιθανή αδυναμία της Γερμανίας να βρει λύσεις στις αιτίες τις ύφεσης.

Στο μεταξύ, σήμα κινδύνου εκπέμπει και ο Σύνδεσμος BDI, που είναι ο αντίστοιχος ΣΕΒ της Γερμανίας. Οι Γερμανοί βιομήχανοι, λοιπόν, εκτιμούν ότι η οικονομία βρίσκεται σε βαθιά κρίση και προβλέπουν ότι η ύφεση θα συνεχιστεί για τρίτο διαδοχικό έτος το 2025, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 0,1%.

Αν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη, με την οποία συμφωνούν και πολλοί άλλοι αναλυτές επενδυτικών οίκων, θα είναι η πρώτη φορά που η γερμανική οικονομία πέφτει σε ύφεση για μία τριετία στα 35 χρόνια της επανένωσης. Την ίδια ώρα, η Ευρωζώνη αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό της τάξης του 1,1% το 2025 και η παγκόσμια οικονομία με 3,2%, με τη Γερμανία από ατμομηχανή της Ευρώπης να εξελίσσεται σε ουραγό. Υπενθυμίζεται, ότι το ΑΕΠ της Γερμανίας δεν έχει ακόμα ανακάμψει από την πανδημία, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2013-2023 σημείωσε μέσο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,1%.

Η γερμανική οικονομία ελπίζει να δεχθεί ώθηση από τα μέτρα που θα λάβει η νέα κυβέρνηση αλλά και από την αλλαγή ψυχολογίας που θεωρητικά θα φέρει το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι όμως έτσι; Οι Ηνωμένες Πολιτείες με τον Τραμπ στο τιμόνι τους ετοιμάζονται να επιβάλλουν δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα.

Περίπου το 10% των γερμανικών εξαγωγών πηγαίνουν στις ΗΠΑ, με το μεγαλύτερο κομμάτι να αφορά σε αυτοκίνητα, που σημαίνει ότι οι δασμοί θα πλήξουν τον ήδη λαβωμένο βιομηχανικό κλάδο της Γερμανίας. Ακόμα μεγαλύτερο αντίκτυπο αναμένεται να έχουν, σύμφωνα με την ING, οι μειώσεις φόρων και η απορρύθμιση της αμερικανικής αγοράς που σε συνδυασμό με τις πολύ χαμηλότερες τιμές ενέργειας διαμορφώνουν ένα πολύ αρνητικό για τη Γερμανία περιβάλλον ανταγωνισμού.

Και μπορεί ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo να βελτιώθηκε ελαφρώς τον Ιανουάριο, στο υψηλότερο επίπεδο από το περασμένο καλοκαίρι, ωστόσο οι προσδοκίες των γερμανικών επιχειρήσεων παραμένουν σε επίπεδα κρίσης – και λόγω των εξελίξεων στις ΗΠΑ -, που σημαίνει ότι θα χρειαστούν πολλά περισσότερα για να αλλάξει το κλίμα.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αποστολή της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου δεν θα είναι εύκολη και οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν είναι δύσκολες, όπως η σημαντική χαλάρωση του «φρένου χρέους» που περιορίζει τις δημόσιες επενδύσεις.