Η είδηση ότι το ελληνικό δημόσιο έδωσε εντολή σε έξι επενδυτικές τράπεζες (NBP Paribas, Citi, Goldman Sachs, JPMorgan, Deutsche Bank και BofA) να προβούν στις απαραίτητες διαδικασίες με στόχο την επανέκδοση 7ετούς ομολόγου (ωριμάζει τον Απρίλιο του 2027) και ότι επομένως βγαίνει στις αγορές τις επόμενες ώρες, δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ούτε πρέπει να προκαλεί σύγχυση λόγω των σημαντικών διαθεσίμων.
Στην ουσία αποδεικνύει ότι η Ελλάδα έχει ανακτήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τις αγορές τους οποίους και πρέπει να συντηρεί. Με άλλα λόγια, είναι μία κίνηση περισσότερο τεχνικής-στρατηγικής φύσεως, που ταυτόχρονα δείχνει ότι το ελληνικό δημόσιο δεν φοβάται να αντλήσει κεφάλαια και έχει βγάλει από πάνω του τη «ρετσινιά» της χρεοκοπίας και της κρίσης της περασμένης δεκαετίας.
Το γεγονός ότι το κόστος δανεισμού της χώρας μας δεν εκτοξεύεται σε μία περίοδο ακραίας αβεβαιότητας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, του πληθωρισμού και των αυξήσεων επιτοκίων, αποδεικνύει ότι οι επενδυτές πιστεύουν ότι το ελληνικό αξιόχρεο θα είχε αναβαθμιστεί στην επενδυτική βαθμίδα αν δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία. Γι’ αυτό άλλωστε και η ΕΚΤ έχει δεσμευθεί να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα για όσο χρειαστεί. Δεν είναι τυχαίο που ενώ το spread του ελληνικού 10ετούς με το γερμανικό διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή πέριξ των 200 μονάδων βάσης, η JPMorgan προβλέπει ότι μετά το καλοκαίρι το spread θα έχει υποχωρήσει κάτω από τις 180 μ.β.
Η αναβάθμιση από την Standard & Poor’s την περασμένη Παρασκευή προσφέρει επίσης σημαντική στήριξη. Βοηθά στη δημοπρασία γιατί στέλνει μήνυμα στις αγορές ότι η Ελλάδα έχει επιστρέψει σε συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και έχει σημειώσει πρόοδο σε θέματα μεταρρυθμίσεων και μείωσης των κόκκινων δανείων, όπως η ίδια η S&P τονίζει στην έκθεσή της. Ταυτόχρονα, η S&P κατά κάποιο τρόπο διαφημίζει την έξοδο στις αγορές αφού στο επίκεντρο της έκθεσής της είναι το πολύ συμφέρον προφίλ χρέους της Ελλάδας.
Ναι, τα επιτόκια είναι σχετικά υψηλά σήμερα λόγω των συνθηκών που επικρατούν στις διεθνείς αγορές με τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου να προχωρούν σε αυξήσεις επιτοκίων για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ξεπέρασε το 3,1% στις συναλλαγές της Τρίτης. Η επόμενη υψηλότερη απόδοση στην Ευρωζώνη είναι του 10ετούς της Ιταλίας στο 2,6%. Εδώ όμως να πούμε ότι η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων είναι παγκόσμιο φαινόμενο, καθώς ακόμη και η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς οδεύει προς το 3%, με την ING να σχολιάζει ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής για τη συγκεκριμένη αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα πρέπει να κρατήσει ζωντανή τη σχέση που έχει χτίσει με τις αγορές, αναμένοντας την πολυπόθητη αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα φέρει περισσότερους μακροπρόθεσμους επενδυτές στις δημοπρασίες ελληνικών τίτλων. Η τελευταία φορά που η Ελλάδα βγήκε στις αγορές ήταν τον Ιανουάριο, όταν μέσω δημοπρασίας 10ετούς ομολόγου άντλησε 3 δισ. ευρώ με την απόδοση να διαμορφώνεται στο 1,8%.
Το δανειακό πρόγραμμα του ΟΔΔΗΧ για το 2022 προβλέπει την άντληση 12 δις. ευρώ από τις αγορές, ενώ συνολικά οι δανειακές ανάγκες της χώρας για το έτος είναι στα 24,8 δισ. ευρώ. Το 2021, ο ΟΔΔΗΧ πραγματοποίησε 7 νέες συναλλαγές στις διεθνείς αγορές ομολόγων, αναπτύσσοντας έτσι περαιτέρω την ελληνική καμπύλη αποδόσεων, ενώ παράλληλα βελτίωσε τη ρευστότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Η διαφορά με την περσινή χρονιά είναι ότι στα τέλη Μαρτίου το έκτακτο QE Πανδημίας (PEPP) ολοκληρώθηκε και οι ελληνικοί τίτλοι δεν είναι πλέον επιλέξιμοι για το APP, ωστόσο η δέσμευση της ΕΚΤ για συνεχή στήριξη είναι δεδομένη.