Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό; Ότι το μνημόνιο ως «συμφωνητικό» ολοκληρώνεται τον Αύγουστο, αλλά τα μέτρα λιτότητας θα εφαρμοστούν στο ακέραιο και μάλιστα όχι μόνο αυτά που έχουν ήδη ψηφιστεί, αλλά όσα ακόμα χρειαστούν για να μην υποχρεωθεί η Ελλάδα να ζητήσει ξανά χρήματα στο μέλλον από τους Ευρωπαίους;
Μπορεί, επίσης, να δεχθεί μία μεταμνημονιακή συμφωνία που θα εξασφαλίζει ότι οι τράπεζες θα δανείζονται φθηνότερα, χωρίς να φοβάται ότι θα του καταλογίσουν πως υπέγραψε ένα ακόμη μνημόνιο; Δύσκολα ερωτήματα όταν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο…
Όμως ο χρόνος τελειώνει και όλοι πλέον αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν είναι Ιρλανδία, ούτε Κύπρος, ούτε καν Πορτογαλία. Ακόμη και οι αναλυτές που πιστεύουν ότι η χώρα μας θα βγει οριστικά από τα μνημόνια τον ερχόμενο Αύγουστο, επιμένουν ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια δημοσιονομικής πειθαρχίας και εποπτείας.
Αφενός γιατί είμαστε εγκλωβισμένοι στο τεράστιο χρέος και οι πιστωτές πρέπει να διασφαλίσουν ότι θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους και αφετέρου διότι για να μας δανείσουν οι αγορές θέλουν να δουν ότι βαδίζουμε στο… σωστό δρόμο. Σε ένα δρόμο μακριά από τις σπατάλες και τις πελατειακές σχέσεις του παρελθόντος.
Στην ουσία, δεν πρόκειται να τελειώσει η λιτότητα αν πρώτα δεν αποδείξουν οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι η πειθαρχία είναι στρατηγική τους επιλογή και όχι υποχρέωση λόγω του μνημονίου.
Όπως αναφέρει σε χθεσινή της έκθεση η Goldman Sachs, η Ελλάδα δεν πρέπει να περιμένει ότι θα πράγματα θα χαλαρώσουν ιδιαίτερα, όπως έγινε σε Ιρλανδία, Κύπρο και Πορτογαλία μετά το τέλος των δικών τους μνημονίων. Γιατί η χώρα μας δεν έχει δείξει ότι «υπακούει» στις επιταγές των αγορών και ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα σύγχρονο περιβάλλον φιλικό προς τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα.
Υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος η ελληνική κυβέρνηση να πάρει πίσω τις μεταρρυθμίσεις και να προχωρήσει σε προεκλογικές παροχές, καταστρέφοντας όλα όσα έγιναν με τις θυσίες των πολιτών αυτά τα χρόνια.
Επίσης, τυχαίνει η Ελλάδα να βγαίνει από τα μνημόνια σε μία στιγμή που η νομισματική πολιτική αντιστρέφεται που σημαίνει ότι η κάν ουλα με το φθηνό χρήμα κλείνει. Το γεγονός αυτό θα την δυσκολέψει, ενώ έχει ήδη χάσει όλες τις ευεργετικές ιδιότητες της ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο τέλος του QE, ήτοι στην περίοδο επανεπένδυσης, να έμπαιναν οι ελληνικοί τίτλοι, η Goldman Sachs εκτιμά ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα περιορίζονταν δραματικά. Ίσως να έφταναν, μάλιστα, τις αποδόσεις των υπολοίπων χωρών της περιφέρειας.
Και μόνο αυτό θα ήταν μία τεράστια ώθηση για την ελληνική οικονομία καθώς θα επιταχυνόταν η βιώσιμη επιστροφή στις αγορές. Σκεφτείτε να μπορούσε το ελληνικό δημόσιο να δανείζεται με 2% αντί για 4%. Σε ένα τέτοιο σενάριο και φυσικά σε συνδυασμό με συνετές και όχι σπάταλες πολιτικές, οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβάθμιζαν πολύ πιο γρήγορα το ελληνικό αξιόχρεο, με αποτέλεσμα τα επιτόκια να μειώνονταν περαιτέρω.
Και αν το ελληνικό δημόσιο μπορεί να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια, τότε οι Ευρωπαίοι θα βλέπουν το ελληνικό χρέος να αντικαθίσταται σταδιακά και να περνάει από τον επίσημο τομέα σε χέρια ιδιωτών. Αυτή είναι η «επιστροφή στην κανονικότητα» σε όρους κρατικού δανεισμού.
Για να γίνουν, ωστόσο, όλα αυτά θα πρέπει η σημερινή κυβέρνηση να αναλάβει το πολιτικό κόστος. Να συμφωνήσει σε μία φόρμουλα μεταμνημονιακής σχέσης Ελλάδας-πιστωτών, η οποία δεν θα είναι ένα πείραμα με απρόβλεπτες συνέπειες αλλά μία συμφωνία που θα εγγυάται τη συνέχεια.
Χρειάζεται μία φόρμουλα που θα διευκολύνει α) τη διατήρηση του waiver για τις τράπεζες, β) την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE και γ) την πτώση των επιτοκίων και την επιστροφή στις αγορές. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να πει την αλήθεια στους πολίτες χωρίς να φοβάται τις εκλογές…