Οι παρεμβάσεις των τελευταίων ημερών, του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ήρθαν να αναστατώσουν την ατμόσφαιρα, που είχαν δημιουργήσει εδώ και εβδομάδες, οι θέσεις όλου του πολιτικού κόσμου για τα «υπερκέρδη» των εταιρειών παραγωγής ενέργειας, καθώς και για την έκτακτη φορολογία τους. Με τις λέξεις «υπερκέρδη» και «φορολογία», ο πολιτικός κόσμος της χώρας, νόμιζε ότι θα πέταγε από πάνω του τις διαχρονικές ευθύνες του, κατά τη διάρκεια της τελευταίας 12ετίας. Διότι αν είχαν αναπτυχθεί εδώ και χρόνια, οι εγχώριες πηγές ενέργειας, οι διασυνδέσεις και τα συστήματα αποθήκευσης, θα είχαμε σήμερα μέσα στην κρίση το μισό ενεργειακό κόστος.
Ωστόσο δεν θα σταθούμε στις θέσεις του Γιώργου Περιστέρη, για το θέμα των λεγόμενων «υπερεσόδων» και «υπερκερδών», που έχει μετατραπεί σε πολιτικό σύνθημα για την αντιπολίτευση και σε πολιτική στρατηγική για την κυβέρνηση. Όλα όσα ανέφερε είναι προφανή. Δηλαδή, πως όσοι κατήγγειλαν τον κλάδο για υπερκέρδη, λησμόνησαν τα αναφερθούν στα υπερέξοδα. Διότι οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από φυσικό αέριο, ακολούθησαν από άποψη κόστους την αλυσιδωτή εκτόξευση την τιμής του φυσικού αερίου, που αναμένεται να διατηρηθεί μέχρι το τέλος του 2022.
Ταυτόχρονα οι εταιρείες ενέργειας ακολούθησαν τους κανόνες που έχει θέσει η πολιτεία, επί διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, για τον προσδιορισμό των τιμών χονδρικής, του ηλεκτρικού ρεύματος. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να κατηγορούνται οι εταιρείες στο θέμα της τιμολόγησης της ενέργειας, όταν αφ’ ενός ακολούθησαν κατά γράμμα τις διαδικασίες που έχει αποφασίσει το ίδιο το κράτος και αφ’ ετέρου δεν διέθεταν εναλλακτικό τρόπο αποφυγής της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου.
Μπορεί οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας σε μια προσπάθεια άρνησης των ευθυνών τους, «να δείχνουν με το δάκτυλο» τις ενεργειακές εταιρείες, όμως καλύτερα θα ήταν να κοιταχτούν οι ίδιες στον καθρέφτη. Το παράδειγμα που έφερε ο Γιώργος Περιστέρης σχετικά με τα θαλάσσια αιολικά πάρκα είναι χαρακτηριστικό. Ανέφερε λοιπόν, ότι ενώ το 2010 είχαν δρομολογηθεί σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις στα θαλάσσια (υπεράκτια) αιολικά πάρκα από Έλληνες αλλά και ξένους επενδυτές, που όπως αντιλαμβανόμαστε θα είχαν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ελληνική οικονομία και την ελληνική βιομηχανία, με μία ακατανόητη απόφασή της η τότε κυβέρνηση είχε παγώσει κάθε δραστηριότητα στον τομέα αυτό. Και εν έτει 2022, βρισκόμαστε ακόμα στο ίδιο σημείο. Στο σημείο μηδέν. Οπότε ακόμα και αν εκκινήσουν σήμερα με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα τα έργα για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, το πρώτο αιολικό δεν θα τεθεί σε λειτουργία πριν από το 2029.
H απώλεια πολύτιμου χρόνου για την προώθηση έργων για ΑΠΕ, από τους διαγωνισμούς και μόνο, κατά την περίοδο 2018 - 20, επέφερε στην οικονομία μια ζημιά της τάξης πολλών δισ., αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΗΑΠΕ κάθε άνοδος της τάξης του 10% της συμμετοχής των ΑΠΕ στο εθνικό μίγμα πηγών ενέργειας μειώνει κατά 113 ευρώ την τιμή της MWh.
Και αυτή η απώλεια χρόνου και χρημάτων, οφείλεται κυρίως στο χαοτικό αδειοδοτικό πλαίσιο και στις μεγάλες καθυστερήσεις στην τελική έγκριση των αδειών. Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με το θέμα των Αποφάσεων Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ), που οδηγεί σε συνεχείς επανακαταθέσεις φακέλων για τις αναγκαστικές, λόγω τεχνολογικών εξελίξεων, τροποποιήσεις στα επενδυτικά σχέδια.
Ακούγονται ίσως ευχάριστα στα αυτιά των καταναλωτών οι καταγγελίες του πολιτικού κόσμου για τα υπερκέρδη και τα υπερέσοδα των εταιρειών, καθώς και για τη φορολόγηση τους. Ωστόσο για την οικονομία, την ανάπτυξη, τους επενδυτές και τους μετόχους, σημασία έχει το «ξεμπλοκάρισμα» των διαδικασιών των ΑΠΕ, σε μια χώρα που σύμφωνα με τον Γιώργο Περιστέρη, είναι η πιο ενεργειακά πλούσια στην Ευρώπη.