Του Γιώργου Φιντικάκη
Αν έχει τρέξει με ταχείς ρυθμούς μια «μεταρρύθμιση» στη τελευταία διετία, αυτή είναι η πλήρης ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Έξι στις δέκα νέες προσλήψεις αφορούν πλέον ευέλικτες μορφές εργασίας.
Ενώ δηλαδή η κυβέρνηση έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι είναι εκείνη που προτείνει την πλήρη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Δεν κυβερνά όμως η αντιπολίτευση.
Τώρα, έρχεται ο ΣΕΒ να δείξει το δρόμο για το πώς πρέπει να γίνουν από εδώ και πέρα οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά.
Προαναγγέλλοντας το σημερινό συνέδριο που διοργανώνει με θέμα "Το μέλλον της εργασίας μετά το Μνημόνιο", σε χθεσινή του ανακοίνωση υποστηρίζει ότι "οι ευέλικτες μορφές εργασίας δεν είναι ανάθεμα", παρά "το αναγκαίο συμπλήρωμα μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης αγοράς εργασίας". Χαρακτηρίζει επίσης "ανιστόρητη ουτοπία την επιστροφή στο καθεστώς εργασιακών ρυθμίσεων που ίσχυε πριν την κρίση.
Προτείνει λοιπόν να ανοίξει η συζήτηση με βάση και τη διεθνή εμπειρία για το νέο εργασιακό περιβάλλον, που στην ακραία του εκδοχή φτάνει να περιλαμβάνει συμβάσεις απασχόλησης «μηδενικών ωρών» (zero hours contracts), συμβάσεις με πληθοπορισμό (crowdwork), ακόμη και με δελτίο ή κουπόνια (voucher- based work).
Αναμφίβολα η διεθνείς εμπειρία περιλαμβάνει δεκάδες νέες μορφές απασχόλησης, με μεγάλη ποικιλία για κάθε γούστο. Στην παγκόσμια αγορά συναντά κανείς από συμβάσεις εργασίας κατά παραγγελία (on demand work), και μικροσυμβάσεις (mini jobs), μέχρι σύντομης διάρκειας (short term contracts), κοινής χρήσης, έργου (freelancers), κλπ.
Δεν διαφωνεί κανείς ότι η τεχνολογία, και οι νέες μέθοδοι παραγωγής έχουν επαναπροσδιορίσει την έννοια της εξαρτημένης εργασίας. Ούτε ότι η θέση της εργασίας στη κοινωνία δεν πρέπει να συμβαδίζει με την εξέλιξη και να μην κινείται στα πρότυπα του προηγούμενου αιώνα. Αλλά σε μια χώρα με τόσο μεγάλη εργασιακή απορύθμιση, αυτό που χρειάζεται η αγορά εργασίας είναι ρύθμιση, όχι περαιτέρω απορύθμιση. Ούτε γίνεται να αμείβει ο εργοδότης τον εργαζόμενο με 500 ευρώ, και το κράτος να του παίρνει τα 150 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές.
Έχει δίκιο ο ΣΕΒ ότι δεν μπορούμε να ονειρευόμαστε επιστροφή στο καθεστώς του 2009, ωστόσο κανείς δεν απαντά και για το που θέλουμε να πάμε. Εκτός και αν το μέλλον οδηγεί αποκλειστικά και μόνο στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, που ούτως ή άλλως έχουν επικρατήσει πλήρως στην αγορά. Η΄εκτός και αν ανοίγοντας το θέμα ο ΣΕΒ, βοηθά τον Τσίπρα στις δύσκολες εργασιακές μεταρρυθμίσεις που ζητά το ΔΝΤ.
Στην ουσία ο ΣΕΒ θέλει να αποκλείσει το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί σε κάποιο νόμο η δέσμευση ότι μετά τη λήξη του Μνημονίου, θα επανέλθει το καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δηλαδή ότι δεν θα υπερισχύσουν οι κλαδικές έναντι των θεσμοθετημένων επιχειρησιακών συμβάσεων. Το ΔΝΤ όμως αποκλείει κατηγορηματικά τέτοιο ενδεχόμενο. Ούτε που το συζητά, και το γνωρίζουν οι πάντες.
Επειδή ωστόσο ο καθένας μπορεί να προτείνει οτιδήποτε θέλει, αλλά είναι η κυβέρνηση εκείνη που ψηφίζει, το ερώτημα είναι πως θα αντιδράσει ο Αλέξης Τσίπρας εφόσον μπει στο τραπέζι θέμα περαιτέρω ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
Θα το δεχθεί ή θα αντιδράσει; Θα παριστάνει τον επαναστάτη επί μήνες και στο τέλος θα τα ψηφίσει;
Στη κυβέρνηση συμπεριφέρονται σαν να αγνοούν ότι και η δική τους πολιτική ευθύνεται για το γεγονός ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζόμενων κινείται ήδη γύρω ή κάτω από το όριο της φτώχειας. Ουδείς μιλά για το γεγονός ότι η επικράτηση της ευέλικτης απασχόλησης επηρεάζει αντιστρόφως ανάλογα την μεταβολή των μισθών, με επιπτώσεις για το σύνολο της οικονομίας, καθώς λειτουργούν ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας.
Ήδη η μείωση της ανεργίας περνά μέσα από τη μείωση των μισθών, και την αντικατάσταση θέσεων πλήρους απασχόλησης, με θέσεις υποαμειβόμενες και μερικής απασχόλησης. Τον Σεπτέμβριο οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης επικράτησαν σε ποσοστό 60,33%, με την πλήρη απασχόληση να περιορίζεται στο 39,67%.
Το χορό πάντως τον άνοιξε προ ημερών η εφημερίδα Αυγή. Σε πρωτοσέλιδο της την Παρασκευή χαρακτήριζε το νέο μοντέλο εργασίας που προτείνει ο ΣΕΒ ως «σύγχρονη δουλεία», και μιλούσε για επιστροφή στον 18ο αιώνα.
Εκτιμάται ότι το μήνυμα δεν απευθύνεται μόνο στους «κακούς βιομηχάνους» ή την ΝΔ την οποία κατηγορεί η εφημερίδα ότι βρίσκεται πίσω από τις προτάσεις τους. Το μήνυμα απευθύνεται και στους υπουργούς της κυβέρνησης που θα καθίσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, με το σκεπτικό ότι «υπάρχει ένα όριο ανοχής σε αυτά που μπορεί να αντέξει ο χώρος».