Σε τέσσερεις βασικές παραμέτρους για την ελληνική οικονομία στηρίζει η JP Morgan την αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων ως κορυφαία επενδυτική επιλογή.
Η πρώτη παράμετρος είναι τα ισχυρά μακροοικονομικά - δημοσιονομικά μεγέθη, η δεύτερη η σταθερότητα του πολιτικού τοπίου, η τρίτη οι περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και η τέταρτη το γεγονός ότι η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Η αξιολόγηση αυτή αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης, καθώς ο αμερικανικός χρηματοπιστωτικό οίκος διατηρεί μια προσεκτική στάση για τα spreads εντός της ευρωζώνης, λόγω ακριβών αποτιμήσεων και σταθερής τοποθέτησης overweight από τους επενδυτές.
Επιπρόσθετα οι αναμενόμενες ανακοινώσεις σχετικά με τη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ στις αρχές Απριλίου θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την πρόσφατη αισιοδοξία για το μακροοικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη, η οποία αναζωπυρώθηκε από τα σχέδια Γερμανίας και Ευρωπαϊκή Ένωσης για την άμυνα και οδήγησε σε κινήσεις risk - off.
Overweight η ελληνική αγορά ομολόγων
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα ελληνικά ομόλογα τα οποία η JP Morgan τα χαρακτηρίζει ως overweight, πέραν των ισχυρών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών θεμελιωδών και τη σταθερότητα του πολιτικού σκηνικού, οι αναλυτές του χρηματοπιστωτικού οίκου εκτιμούν ότι η χώρα μας ακολούθησε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα καλύπτοντας, τουλάχιστον το 75% του στόχου για το τρέχον έτος.
Ακόμη, σε ό,τι αφορά τις αμυντικές δαπάνες και με δεδομένο ότι η Ελλάδα διέθετε πάνω από το 3% του ΑΕΠ της για την άμυνα στα τέλη του 2024, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η όποια αύξηση των σχετικών δαπανών από τα τρέχοντα επίπεδα θα είναι σταδιακή και με περιορισμένο βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στον δανεισμό.
Μάλιστα, η JP Morgan απευθυνόμενη στους επενδυτές που επιθυμούν να ανοίξουν θέσεις overweight στο πλαίσιο ενός carry trade με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα χαρακτηρίζει πιο ελκυστικές τις διάρκειες από 5 ως 15 έτη.
Παράλληλα, οι αναλυτές της JP Morgan διατηρούν την εκτίμησή τους ότι τα ελληνικά spreads θα κινηθούν γύρω στα επίπεδα των 80-85 μονάδων βάσης, συνεχίζοντας να είναι χαμηλότερα από αυτά της Ιταλίας. Ειδικότερα, εκτιμά πως θα διαμορφωθούν στις 85 μονάδες βάσης τον Ιούνιο από περίπου 80 μονάδες βάσης όπου διαμορφώνονται σήμερα. Ακόμη για τον Σεπτέμβριο εκτιμά ότι θα διαμορφωθούν στις 85 μονάδες βάσης, στις 80 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο και, επίσης, 80 μονάδες βάσης επίσης τον Μάρτιο του 2026.
Αναφορικά με τα μακροοικονομικά στοιχεία, οι αναλυτές της JP Morgan εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα για το 2025 θα κινηθεί στο 2,3%, ενώ προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα περιοριστεί στο 2,4%, το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού θα διαμορφωθεί στο 2,9%, το έλλειμμα στον λογαριασμό τρεχουσών συναλλαγών θα διαμορφωθεί στο 7,5%, ενώ ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει σημαντικά στο 147%.
Τα αγκάθια για την ευρωζώνη
Αναφορικά με την υπόλοιπη ευρωζώνη, υποθέτοντας μια μικρή δευτερογενή επίδραση από κάποιες επιπλέον αμυντικές δαπάνες (εκτός της Γερμανίας) και μια επιπλέον επιβράδυνση στο επίπεδο του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ από την αβεβαιότητα των δασμών, οι αναλυτές της JP Morgan αναμένουν ότι η δυναμική αύξηση του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ θα διαμορφωθεί προς το 1,5% σε τριμηνιαία βάση κατά το β’ εξάμηνο το 2026, με αποτέλεσμα ανάπτυξη 0,8% ετησίως φέτος και 1,2% το 2026.
Αν και η JP Morgan αναγνωρίζει την κυκλική συμβολή της δημοσιονομικής επέκτασης, πιστεύει ότι οι διαρθρωτικές προκλήσεις της ευρωζώνης όπως η απουσίας Ένωσης Κεφαλαιαγορών και Τραπεζικής Ένωσης, οι χαμηλές επενδύσεις, η γήρανση του πληθυσμού, η χαμηλή παραγωγικότητα και η έλλειψη επενδύσεων σε τεχνητή νοημοσύνη θα συνεχίσουν να αποτελούν «αγκάθια» για την αύξηση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.