Ταχεία μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ για όλη την περίοδο μέχρι το 2027 η οποία θα φέρει τον δείκτη ακόμη και κάτω από το 140% θα προβλέπει το νέο πολυετές σχέδιο που θα καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση στις Βρυξέλλες μέχρι το τέλος Απριλίου.
Με αφετηρία το 170% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, η Ελλάδα θα επιδιώξει να μειώσει την αναλογία του χρέους της κατά περισσότερες από 30 μονάδες μέσα στην επόμενη 5ετία. Και αν αυτό επιτευχθεί, είναι πιθανό να πάψει να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ σε ολόκληρη την Ευρωζώνη (με πρώτη ύποπτη να μας ξεπεράσει την Ιταλία).
Το καινούργιο πολυετές σχέδιο θα στηριχτεί σε βασικές παραδοχές όπως ότι το χρέος σε απόλυτο αριθμό δεν θα αυξηθεί αλλά θα παραμείνει κοντά στα σημερινά επίπεδα (περίπου 355-357 δις. ευρώ) και ότι επίσης οι ετήσιοι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους δεν θα χρειάζεται να ξεπεράσουν τα 4,5-5 δις. ευρώ ετησίως ανεξάρτητα από την πορεία απόδοσης των ομολόγων, ουσιαστικά δηλαδή από το κόστος του χρήματος.
Ειδικά για το χρέος, φαίνεται να επιβεβαιώνεται η πληροφορία ότι η Eurostat δεν θα ζητήσει -οριστικά πλέον- να ενταχθούν στο χρέος οι εγγυήσεις του προγράμματος «Ηρακλής» κάτι που διασφαλίζει τον στόχο για συγκράτηση του ονομαστικού χρέους στα σημερινά επίπεδα. Πώς θα υλοποιηθεί αυτό; Με την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων που θα μπορούν να καλύψουν όλη τη δαπάνη για τους τόκους.
H συνεχής αποκλιμάκωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ -προφανώς και με δεσμεύσεις για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ από το 2024- αναμένεται να καθησυχάσει τόσο τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο και τις αγορές οι οποίες έχουν προεξοφλήσει πιο αργή αποκλιμάκωση του χρέους.
Όμως, οι καλύτερες του αναμενομένου επιδόσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο, ο πληθωρισμός αλλά και η πραγματική ανάπτυξη, βοηθούν σε μια πορεία του χρέους η οποία είναι πολύ πιθανό να φέρει και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το φθινόπωρο, περίπου την ίδια περίοδο με την κατάθεση του προϋπολογισμού στη Βουλή.