Χρεοκοπία: Τι (δεν) μας οδήγησε εκεί -  Πού πήγαν τα λεφτά μας

Χρεοκοπία: Τι (δεν) μας οδήγησε εκεί - Πού πήγαν τα λεφτά μας

Ως πολίτης αυτής της χώρας και φορολογούμενος αυτού του κράτους αναρωτιέμαι τι μας οδήγησε στην πρόσφατη χρεοκοπία της χώρας μας. Για να ακριβολογούμε, του κράτους μας. Αυτές τις σκέψεις θα προσπαθήσω να αποτυπώσω στο σημερινό άρθρο όσο πιο κατανοητά γίνεται, ακολουθώντας το παραδοσιακό ελληνικό μοντέλο και συγκεκριμένα «τρεις το λάδι, δυο το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο». Παρ’ ότι η στατιστική αποτύπωση των εσόδων – δαπανών του ελληνικού κράτους πέρασε κάποια στιγμή στην ιστορία ως Greek statistics.  

Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία; Έλα μου ντε! Ένα γεγονός το οποίο χει αλλάξει ριζικά τη ζωή μας και για το οποίο έχουμε ακούσει τόσες πολλές και διαφορετικές απόψεις. Παρ’ όλα αυτά δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου κάποια μελέτη που να τεκμηριώνει βάσει πραγματικών δεδομένων και συγκεκριμένων αριθμών την εξέλιξη των οικονομικών του κράτους μας τα χρόνια πριν τη χρεοκοπία. Εννοώ από αυτούς που τα διαχειρίστηκαν.

Όσες έγκυρες εκτιμήσεις και αναλύσεις από σοβαρούς ανθρώπους και να έχουν κατατεθεί σε δημόσιο διάλογο, δεν παύει στις συζητήσεις μας να αναφέρει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του: Από το «φταίνε οι πολιτικοί» μέχρι «φταίει το ασφαλιστικό», το φάσμα των απόψεων είναι ιδιαίτερα ευρύ. Θα προσπαθήσω λοιπόν να καταγράψω τα αριθμητικά δεδομένα της δεκαετίας 2000 – 2009 βάσει των στοιχείων που είναι διαθέσιμα, π.χ. στις εκθέσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, σε αναφορές του Τ. Γιαννίτση για το συνταξιοδοτικό.

Γιατί όμως εστιάζω σ’ αυτή τη δεκαετία; Πρώτον, διότι στο τέλος αυτής «επήλθε το μοιραίον». Δεύτερον, διότι είναι χρονικά η πιο πρόσφατη. Τρίτον, διότι ήταν πυκνή σε σημαντικά οικονομικά και όχι μόνο γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της χώρας, αλλά και των πολιτών. Τι ζήσαμε λοιπόν, μεταξύ άλλων, σ’ αυτή τη δεκαετία; Το 2000 η Ελλάδα έγινε δεκτή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και από την 1η Ιανουαρίου του 2001 εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ, το οποίο έναν χρόνο αργότερα αντικατέστησε τη δραχμή.

Το 2004 ζήσαμε τον «μύθο» μας, αφού πρώτα η Εθνική Ποδοσφαίρου κατέκτησε το EURO και λίγους μήνες αργότερα διοργανώσαμε «μαγικούς» Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα. Το 2005 η χώρα μας κέρδισε για πρώτη φορά τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision. Παράλληλα, με την ψυχολογία του κόσμου που είχε απογειωθεί, «πετούσε» κι η οικονομία: η αίσθηση ενός, για πρώτη φορά στην ιστορία του κράτους μας, πανίσχυρου νομίσματος που έφερε πρωτοφανή  ιστορικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού και η έλλειψη της αβεβαιότητας συναλλαγματικού κινδύνου, εκτόξευσαν την οικονομία με ρυθμό ανάπτυξης 4,2% κατά μέσον όρο κάθε χρόνο, ενώ παράλληλα η συνεπακόλουθη αύξηση των εισοδημάτων άνοιξε τον δρόμο για τη διαρκή απόλαυση της «αστακομακαρονάδας». Μέχρι το τέλος του 2007. 

Ήδη από το 2007 είχε εκδηλωθεί στις ΗΠΑ μια στεγαστική κρίση που εξελίχτηκε σε σοβαρή χρηματοπιστωτική. Περνώντας το 2008 στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετατράπηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, που με τη σειρά της άρχισε να επηρεάζει αρνητικά την ελληνική οικονομία. Και το 2009 «ξαφνικά» αποκαλύφθηκε ότι το «κρατικόν ταμείον ήταν μείον». Πολύ μείον!

Ας πάμε λοιπόν στους αθροιστικούς αριθμούς της δεκαετίας 2000 – 2009 για να πάρουμε μια εικόνα, τόσο σε δισ. €, όσο και σε ποσοστιαία σχέση με τα συνολικά έσοδα της δεκαετίας.

Οι αριθμοί - 1

450 δισ. € / 100% ήταν τα αθροιστικά έσοδα, από τα οποία άνω των 400 δις € προήλθαν από τους φόρους μας ή για να ακριβολογούμε ήταν οι φόροι αυτών που τους πληρώσαμε.

1,8 δισ. € / 0,4% «χάθηκαν» στα δομημένα ομόλογα του συγκεκριμένου σκανδάλου. Σύμφωνα με τη Wikipedia «συνολικά στο διάστημα 2005-2007 που διερεύνησε η εξεταστική επιτροπή της Βουλής, 8 δομημένα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου συνολικής αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ αγοράστηκαν από ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία». 

6,5 δισ. € / 1,4% ξοδεύτηκαν – επενδύθηκαν (το αφήνω στην κρίση σου) στα απαραίτητα, για την άρτια διοργάνωση των αγώνων, έργα (Μελέτη ΙΟΒΕ). Αυτό το ποσό προήλθε από τα λεφτά μας, δηλαδή από τους φόρους μας μέσω του προϋπολογισμού.

15 δισ. € / 3,3% πήγαν στα εξοπλιστικά προγράμματα. Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι αν υπήρξαν και τα «κατιτίς» τους, υπολόγισε ένα μονοψήφιο ποσοστό επί του συνόλου που οδηγεί π.χ. σε 1 δις € τη δεκαετία. Το οποίο όμως δεν έχει βγει άμεσα μέσω των Προϋπολογισμών, άρα δεν μπαίνει στην εξίσωση.

23,3 δισ. € / 5,2% είναι το άθροισμα των τριών προαναφερθέντων αριθμών. Αν τώρα είσαι της άποψης ότι κάποια από τις συγκεκριμένες δαπάνες ή το σύνολό τους έπαιξαν ρόλο και μάλιστα σημαντικό στην αύξηση του χρέους κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης δεκαετίας, συνέχισε, σε παρακαλώ, να διαβάζεις και τις επόμενες παραγράφους και στο τέλος θα έχεις αρκετά στοιχεία στη διάθεσή σου για να αποφασίσεις. Για να μην υπάρχει καμία παρανόηση: Κάθε ευρώ που δεν πήγε εκεί που θα έπρεπε να είχε πάει, θα έπρεπε και θα πρέπει να μας πονάει. Άλλο όμως αυτό και άλλο ότι αυτές οι δαπάνες ήταν βασικές αιτίες της αύξησης του χρέους.

Μιας και αναφερθήκαμε στο χρέος, ας έχουμε υπ’ όψη ότι το 2000 το «ταμείο του ελληνικού κράτους» ήταν ήδη χρεωμένο από τα προηγούμενα χρόνια. Με άλλα λόγια υπήρχε ήδη χρέος.

Πάμε τώρα στα «βαριά χαρτιά» των δαπανών. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, τι πρέπει οπωσδήποτε να πληρώνει το Δημόσιο; Οι επονομαζόμενες ανελαστικές δαπάνες ανήλθαν στη δεκαετία 2000 – 2009 σε:

150 δισ. € / 33% έγραψε το κοντέρ για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. 

135 δισ. € / 30% για το συνταξιοδοτικό. Αυτό το «πακέτο» αντιστοιχεί αποκλειστικά στους φόρους μας οι οποίοι μέσω του προϋπολογισμού καλύπτουν τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων και συμπληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνουν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες για να πληρώνονται στο τέλος κάθε μήνα οι συνταξιούχοι τις συντάξεις τους.

100 δισ. € / 22% για τους τόκους του χρέους. Όταν κάποιος δανείζεται, πρέπει να πληρώνει τους συμφωνηθέντες τόκους, «βρέξει χιονίσει».

385 δισ. € / 85% το άθροισμα για μισθούς, συντάξεις και τόκους λοιπόν. Με το καλημέρα!

65 δισ. € / 15% περισσεύουν λοιπόν από τα συνολικά έσοδα της δεκαετίας (450 δις €). Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του; Πόσα να δώσεις (δαπάνες) για επιδόματα, περίθαλψη, κοινωνική προστασία, δημόσιες επενδύσεις, καταναλωτικές και άλλες δαπάνες του κράτους που δεν έχουμε αναφέρει; 

Το αποτέλεσμα

Κάθε χρόνο οι δαπάνες ήταν περισσότερες από τα έσοδα, άρα δημιουργείτο ετησίως ένα έλλειμμα που για να το καλύψουμε θα έπρεπε να βρούμε τα αντίστοιχα έσοδα. Με ποιους τρόπους;

1) Με πώληση περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή ιδιωτικοποιήσεις κρατικών οργανισμών. Οι ελάχιστες ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν μετά κόπων και βασάνων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας (π.χ. ΟΤΕ) αποτελούσαν τις εξαιρέσεις του κανόνα.  

2) Με εντυπωσιακή πάταξη της φοροδιαφυγής, περιλαμβανομένης και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Για τη δεκαετία που αναφερόμαστε, αναφορικά με το συγκεκριμένο ζητούμενο, μπορείς να επιλέξεις μια εκ των δύο πολύ γνωστών προτάσεων: «Στην πολιτική γίνονται πράγματα που δεν λέγονται και λέγονται πράγματα που δεν γίνονται».

3) Με αύξηση φόρων, δηλαδή εσόδων του προϋπολογισμού. «Ορίστε; Τι με λες;». Εδώ μια προσαρμογή τους ασφαλιστικού πήγε να προωθήσει ο έρμος ο Γιαννίτσης το 2001 και «άνοιξε η γης και τον κατάπιε».  

4) Με περικοπές άλλων κρατικών δαπανών. «Είσαι με τα καλά σου; Να βγει όλος ο λαός στους δρόμους;»

5) Τι μένει λοιπόν; Σωστά το φαντάστηκες: Δανεισμός. «Μα ο δανεισμός αυξάνει το χρέος. Ε και; Δικά μας είναι σάμπως τα λεφτά; Κάποτε θα ξεχρεώσουμε. Αν όχι εμείς, οι επόμενοι. Πως κάνεις έτσι;» Τελικά αποδείχθηκε ότι όντως δικά μας ήταν τα λεφτά.

Οι αριθμοί – 2

200 δισ. € / 44% μόνο για χρεολύσια. Για να ξεχρεώσεις ένα δάνειο (ευγενής έκφραση: εξυπηρέτηση χρέους) δεν φτάνει να πληρώνεις μόνο τόκους. Κάποτε πρέπει ν’ αρχίσεις να πληρώνεις και το κεφάλαιο που έχεις δανειστεί. Τα λεγόμενα χρεολύσια. Τόσο πήγε το «μαλλί» στη δεκαετία. Επίσης ανελαστικό.

585 δισ. € / 130% το άθροισμα για μισθούς, συντάξεις, τόκους και χρεολύσια λοιπόν. 

135 δισ. € / 30% ήταν η «τρύπα» σε σχέση με τα έσοδα (450 δις €) που προστέθηκε στο σύνολο των προαναφερθέντων ελλειμμάτων και δημιούργησε τη «μαύρη τρύπα», όπου το 2009 το ελληνικό κράτος έπεσε μέσα.

160 δια. € / 36% ήταν η αύξηση του χρέους από το 2000 μέχρι το 2009.

Οι αριθμοί – 3

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στη μεταβολή (αύξηση) των αριθμών μέσα στη δεκαετία, δηλαδή τι είχαμε το 2000 και τι το 2009.

+ 56% αυξήθηκαν τα έσοδα.

+ 90% αυξήθηκαν οι μισθοί.

+ 211% αυξήθηκε η κρατική συνεισφορά (δηλαδή οι φόροι μας) για το συνταξιοδοτικό.

+ 24% αυξήθηκαν οι τόκοι.

+ 89% αυξήθηκαν τα χρεολύσια.

+ 113% αυξήθηκε το χρέος.

Σκέψεις

Από τα ανωτέρω είναι προφανές ότι το ελληνικό κράτος στη συγκεκριμένη δεκαετία δαπάνησε περισσότερα χρήματα απ’ όσα εισέπραξε, οι φόροι μας δηλαδή δεν ήταν αρκετοί για να καλύπτουν τις δαπάνες. Αυτό οδηγούσε σε ετήσια ελλείμματα που έπρεπε να καλυφθούν με νέο δανεισμό ο οποίος προστίθετο στο ήδη συσσωρευμένο χρέος. Η εξυπηρέτηση αυτού του συνεχώς αυξανόμενου χρέους απαιτούσε περισσότερα λεφτά (ιδιαίτερα, χρεολύσια) με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα «σπιράλ» αύξησης συνολικών δαπανών. Ο συνεχής δανεισμός σταμάτησε το 2009, όταν η οικονομική κρίση οδήγησε δανειστές - επενδυτές να μην είναι διατεθειμένοι ν’ αναλάβουν το ρίσκο του δανεισμού του ελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα να το οδηγήσουν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Η συνέχεια είναι γνωστή. Και σκληρή.

Ας κάνουμε τώρα μια υπόθεση εργασίας: έστω ότι στη συγκεκριμένη δεκαετία η αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις (+211%, δηλαδή τριπλασιάστηκαν) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αύξηση του χρέους (+113%, δηλαδή διπλασιάστηκε). Στην αρχή της δεκαετίας, το 2001, σε φάση οικονομικής ανόδου, ο αρμόδιος υπουργός, Τ. Γιαννίτσης έφερε στο δημόσιο διάλογο πρόταση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού την οποίαν υποστήριξαν ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης και ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, υπουργοί. Όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί παράγοντες του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και της αντιπολίτευσης, καθώς επίσης και άπαντες οι συνδικαλιστικοί φορείς «έπεσαν να το(ν) φάνε».

Και ο λαός; «Σήμα κινδύνου για την κυβέρνηση. Το Ασφαλιστικό και οι έως τώρα χειρισμοί της κυβέρνησης αναδεικνύονται σε «καταλύτη» για τη μεταστροφή των διαθέσεων της κοινής γνώμης» καταγράφει δημοσκόπηση (ΤΑ ΝΕΑ, 20/6/2001). Επίσης καταγράφεται «αύξηση κατά 15 μονάδες στα ποσοστά εμπιστοσύνης προς τα συνδικάτα ως θεσμός από την πλευρά των πολιτών, δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης στη ΓΣΕΕ με αφορμή το Ασφαλιστικό». Έλληνες Ορθόδοξοι, καθολικώς διαμαρτυρόμενοι για το συγκεκριμένο θέμα. Ας έχουμε υπ’ όψη αυτό το παράδειγμα, όταν ακούμε την έκφραση «φταίνε οι πολιτικοί για τη χρεοκοπία».

Έγιναν σφάλματα στο παρελθόν που μας οδήγησαν στην κρίση; Ασφαλώς. Ποια ήταν η αφορμή της κρίσης; Η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2009. Γιατί οδηγηθήκαμε (το κράτος) εκεί; Το σημερινό άρθρο παρουσιάζει με στοιχεία (αριθμούς) το τι (δεν) μας οδήγησε εκεί. Δεν αναλύει ούτε το πώς (π.χ. η αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων ενδεχομένως να οδήγησε στην αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις), ούτε και το βασικότερο ερώτημα, δηλαδή γιατί φθάσαμε εκεί που φθάσαμε (π.χ. ήταν το ασφαλιστικό μια από τις βασικές αιτίες της αύξησης του χρέους;). 

Αυτές τις απαντήσεις, πάντα βασισμένες σε τεκμηριωμένα στοιχεία, τις περιμένουμε από τους διαχειριστές του ελληνικού κράτους (αυτό χρεοκόπησε), δηλαδή από εκείνα τα κόμματα, τα οποία με τους εκλεγμένους, τόσο σε τοπικό, όσο και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, διαχειρίστηκαν για ορισμένο χρονικό διάστημα, ει δυνατόν, υπεύθυνα το κράτος.

Κι όπως είδαμε στο παράδειγμα, τόσο ως κυβέρνηση, όσο κι ως, ελέγχουσα την κυβέρνηση, αντιπολίτευση. Άρα όλα τα κόμματα, τα οποία στην εποχή της Μεταπολίτευσης, είτε κυβέρνησαν, είτε βρέθηκαν στην αντιπολίτευση, διαχειρίστηκαν δηλαδή το κράτος και τα χρήματά μας και είναι σήμερα ενεργά, έχουν, κυριολεκτικά, χρέος να εξηγήσουν με στοιχεία τους λόγους της χρεοκοπίας. Μέσα από κοινοβουλευτικές επιτροπές και θεσμικές διαδικασίες είναι σε θέση να το πράξουν. 

«Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Απλώς δείχνει πώς μπορεί μια κοινωνία να αποφεύγει στο μέλλον τα σφάλματα του παρελθόντος. Αλλά οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας σπανίως ενδιαφέρθηκαν για την Ιστορία. Δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να διδαχθεί σωστά η Ιστορία στη δημόσια εκπαίδευση. Και ελάχιστοι από εμάς τους πολίτες αναζητήσαμε αυτή τη γνώση έξω από τα σχολεία», έλεγε ο, αείμνηστος πια, φιλοσοφημένος στοχαστής και ιστορικός Γ. Δερτιλής σε συνομιλία του με την Καθημερινή το 2016. 

Για να δούμε λοιπόν, ποιος ή ποιοι θα είναι εκείνοι οι ηγέτες των κομμάτων που θα αποδείξουν ότι δεν ισχύει το «αλλά οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας σπανίως ενδιαφέρθηκαν για την Ιστορία», προχωρώντας στην υλοποίηση της προαναφερθείσας πρότασης. Παρέχοντας τη δυνατότητα «στην κοινωνία να αποφεύγει στο μέλλον τα σφάλματα του παρελθόντος» και ταυτόχρονα δίνοντας το έναυσμα σ’ εμάς τους πολίτες ν’ αντιστρέψουμε το «και ελάχιστοι από εμάς τους πολίτες αναζητήσαμε αυτή τη γνώση έξω από τα σχολεία». Και το μέλλον ξεκινάει, το αργότερο, το 2032, όταν τελειώνει η περίοδος χάριτος στην πληρωμή των τόκων για το δάνειο ύψους 96 δις € από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). 

Υ.Γ.: Αν ισχύει η άποψη ότι «οι πολιτικοί φταίνε για τη χρεοκοπία», σε ποιον / ποιους θα πρέπει να πιστωθεί η πορεία της χώρας στα πρώτα τριάντα χρόνια της Μεταπολίτευσης; Κατά τη διάρκεια της οποίας δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, μια οικονομικά εύρωστη μεσαία τάξη με, μεταξύ των άλλων, χαρακτηριστικό το ιδιόκτητο εξοχικό για να απολαμβάνει την «ποιότητα της ζωής» στην Ελλάδα. Και μια, επίσης πρωτοφανούς διάρκειας για το κράτος μας, πολιτική σταθερότητα που βασίζεται στη δημοκρατία, κάτι που μπορεί να θεωρείται σήμερα δεδομένο, αλλά στην καλύτερη περίπτωση, κεκτημένο είναι.