Τον χρησμό της Moody’s και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου την τελευταία αναβάθμιση στην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα αναμένει σήμερα βράδυ η ελληνική οικονομία. Μία αναβάθμιση η οποία σηματοδοτεί, όπως πολύ εύστοχα ανέφερε το πρακτορείο Bloomberg, το οριστικό τέλος της κρίσης χρέους, επιβεβαιώνοντας παράλληλα την ανάκαμψή της.
Μόνο που ακόμα και με την… τυπική όπως όλα δείχνουν αναβάθμιση, ο οίκος είναι πολύ πιθανό να τονίσει αφενός τα σημεία στα οποία η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη, όπως για παράδειγμα το υψηλό χρέος και αφετέρου τις κινήσεις που πρέπει να επιταχυνθούν, όπως οι μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν νέες επενδύσεις.
Όλοι ανεξαιρέτως οι επενδυτικοί οίκοι, αναγνωρίζουν ότι το επενδυτικό κλίμα έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με τις επενδύσεις στο τέλος του 2024 να φτάνουν σε υψηλό 14 ετών. Παρ’ όλα αυτά, τα ανοικτά μέτωπα είναι πολλά και η συνέχεια μόνο διασφαλισμένη δεν είναι για την ελληνική οικονομία.
Η εμπιστοσύνη στο στόρι της Ελλάδας δεν αντανακλάται μόνο στις ετυμηγορίες των οίκων αξιολόγησης. Αξιολόγηση κάνουν και οι αγορές και χθες είδαμε ότι οι προσφορές για τις δύο επανεκδόσεις του ΟΔΔΗΧ ξεπέρασαν συνολικά το αστρονομικό ποσό των 56 δισ. ευρώ.
Ο λόγος για δύο ομόλογα λήξης 2038 και 2054, μέσω των οποίων το ελληνικό δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ, καλύπτοντας έτσι το 80% των συνολικών δανειακών αναγκών της χώρας για το 2025, καθώς τον Ιανουάριο είχε «σηκώσει» 4 δισ. ευρώ μέσω 10ετούς ομολόγου.
Το 2025 αναμένεται να αποδειχθεί η πέμπτη διαδοχική χρονιά που η ελληνική οικονομία θα ξεπεράσει κατά πολύ την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, επιτυγχάνοντας μάλιστα για τρίτο σερί έτος πολλαπλάσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Η ανάπτυξη φέτος μπορεί να φτάσει ακόμα και στο 2,5%, όμως η χώρα μας δεν έχει καλή παράδοση σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις και την κατάρτιση μίας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την προσέλκυση κεφαλαίων. Επομένως, τίποτα δεν προδικάζει τη συνέχεια, πόσω μάλλον όταν οι μελλοντικές επιδόσεις θα εξαρτηθούν από τις αποφάσεις που θα ληφθούν σήμερα, σε μία συγκυρία ακραίας αβεβαιότητας διεθνώς.
Το μεγάλο, λοιπόν, στοίχημα για την ελληνική οικονομία είναι να διατηρήσει τον υφιστάμενο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, ο οποίος με τη σειρά του θα συνεχίσει να συμβάλλει καθοριστικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, οι επενδύσεις (όπως αυτές αντικατοπτρίζονται στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου) αυξήθηκαν κατά 9% ετησίως στο δ’ τρίμηνο του 2024, συνεισφέροντας 1,4 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις ευθύνονται για πάνω από το μισό της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Την ίδια ώρα, το επίπεδο των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ ενισχύθηκε περαιτέρω στο 16,7% που είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί σε διάστημα 14 ετών. Οι επιδόσεις του δ’ τριμήνου ενίσχυσαν το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στο 4,3% ετησίως για το σύνολο του 2024, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν αρνητικός κατά 2%. Ενώ, λοιπόν, τα ανωτέρω στοιχεία είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά, η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από τολμηρές αποφάσεις θα την αναβαθμίσουν πραγματικά στα μάτια των επενδυτών.
Σήμερα, πάντως, το ενδιαφέρον στρέφεται στη Moody’s. Η πιο αυστηρή – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου - από τις «τρεις αδελφές» (S&P, Moody’s, Fitch) είναι η μοναδική που διατηρεί την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα.
Στην πράξη, η αναβάθμιση από τη Moody’s δεν αποτελεί «game changer» για την ελληνική οικονομία, μιας και οι αγορές την έχουν προεξοφλήσει, ενώ θεωρούν ότι εδώ και καιρό βρισκόμαστε στην επενδυτική βαθμίδα καθώς όλοι οι άλλοι οίκοι μας έχουν επαναφέρει σε αυτήν, με την DBRS να μας ανεβάζει ακόμη υψηλότερα κατά μία βαθμίδα την περασμένη Παρασκευή.
Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα των επενδύσεων. Το κλείσιμο του πολυσυζητημένου επενδυτικού κενού πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα αν θέλουμε να δούμε ακόμα καλύτερες ημέρες. Και αυτό όχι μόνο γιατί θα συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας αλλά και επειδή θα ενισχύσει το ΑΕΠ. Όσο μεγαλώνει το ΑΕΠ, τόσο θα διευκολύνεται και η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, που σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 160%.
Η πτώση του κλάσματος θα έρθει πιο εύκολα όσο αυξάνεται ο παρανομαστής, την ώρα που οι οίκοι αξιολόγησης θέτουν τον περιορισμό του χρέους ως βασική προϋπόθεση για να προχωρήσουν σε νέες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας.
Η μείωση του χρέους στο 147% του ΑΕΠ το 2027 είναι ο πρώτος στόχος και έπεται συνέχεια, αρκεί να γίνουν τα απαραίτητα. Έτσι, λοιπόν, αν θέλουμε να επιστρέψουμε για τα καλά στα λεγόμενα επενδυτικά σαλόνια θα πρέπει να συνεχιστεί η προώθηση των μεταρρυθμίσεων και να αντιμετωπιστούν οι διαχρονικές αγκυλώσεις που εμφανίζει η ελληνική οικονομία.
Μόνο αν βαδίσουμε σε αυτό το μονοπάτι θα μπορέσει να επιτευχθεί η πραγματική σύγκλιση των εισοδημάτων με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε μία εποχή που η ακρίβεια πλήττει τα νοικοκυριά και μειώνει τον αντίκτυπο της ανάπτυξης στην πραγματική οικονομία.