Της Χριστιάννας Δ. Λιούντρη*
Θα περίμενε κανείς ότι μετά από τρία μνημόνια και την σωρευτική εφαρμογή «μεταρρυθμίσεων» και «διαρθρωτικών πολιτικών», η ελληνική οικονομία θα είχε καταφέρει όχι μόνο να επανενταχθεί στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι αλλά να εξασφαλίσει και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αντ' αυτού, η χώρα παραμένει εκτός αγορών αλλά κυρίως αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί και να εφαρμόσει οικονομικές πολιτικές σύμφωνες προς τη σύγχρονη οικονομική λογική.
Η Ελλάδα έκανε τη στρατηγική επιλογή να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μετέπειτα στην ζώνη του Ευρώ. Ωστόσο, το κομματικό μας σύστημα ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει τι σημαίνει αυτή η επιλογή και τι συνεπάγεται για την οικονομία μας. Οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες προβλέπουν ότι στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η δημιουργία κοινής αγοράς με βάση το μοντέλο της φιλελεύθερης οικονομίας, υιοθετώντας συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση τα οποία έχουν δεσμευτική ισχύ έναντι των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η νομοθετική ύλη των εθνικών κοινοβουλίων, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, σε μεγάλο βαθμό, αποτελεί ενσωμάτωση κοινοτικών οδηγιών και κανονισμών.
Τι έκανε η Ελλάδα την περίοδο από την ένταξή της το 1981 μέχρι και σήμερα; Εκμεταλλεύτηκε τις χρηματοδοτικές δυνατότητες της ΕΕ, υιοθετώντας μία καιροσκοπική πολιτική, με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί μία απατηλή εικόνα ανάπτυξης και ευημερίας, με αλόγιστες δαπάνες και χωρίς κάποια μακροσκοπική μελέτη για τα ανταποδοτικά αποτελέσματα των υιοθετούμενων μέτρων, τα οποία πόρρω απείχαν από το να χαρακτηριστούν ως μία συγκροτημένη και δομημένη οικονομική πολιτική. Οι κομματικές ηγεσίες είχαν και έχουν έναν μόνο στόχο: την εκλογική νίκη που θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν την εξουσία, την οποία δεν φρόντισαν να ασκήσουν προς το συμφέρον του λαού.Παροχολογίας το ανάγνωσμα. Καλλιεργήθηκε συστηματικά η ιδέα ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια ήταν δωρεές και όχι δανεικά που έπρεπε να επενδυθούν με τρόπο που να εξασφαλίζει αφενός την αποπληρωμή αφετέρου την κερδοφορία. Τα χρήματα δεν επενδύθηκαν στην πραγματική οικονομία, δηλαδή στην παραγωγή, ώστε να εξασφαλιστεί ανταποδοτικότητα. Το κομματικό κράτος των Αθηνών συνειδητοποιημένα παραπλάνησε τον λαό, μεταθέτοντας κυνικά στις επόμενες γενιές το κόστος της ασυδοσίας του. Δεν υπάρχει καλύτερος χαρακτηρισμός για αυτή την πρακτική από τον τυχοδιωκτισμό. Τα αποτελέσματα τα πληρώσαμε και τα πληρώνουμε όλοι.
Η αφοριστική λογική «μαζί τα φάγαμε» που κυριάρχησε στην μνημονιακή Ελλάδα δεν αποδίδει ακριβώς αυτό που συνέβη στη χώρα την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Σίγουρα, ο λαός είναι συνυπεύθυνος για την πορεία της χώρας, όμως ο βαθμός ευθύνης του είναι σημαντικά μικρότερος διότι το κομματικό σύστημα δεν φρόντισε ποτέ να εξηγήσει για ποιο λόγο έρχονταν λεφτά στη χώρα και πώς αυτά έπρεπε να αξιοποιηθούν. Και δη κατά παράβαση συνταγματικής τους υποχρέωσης: τα κόμματα είναι επιφορτισμένα με την πολιτειακή ευθύνη να «εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» και για αυτό είχαν και έχουν δικαίωμα σε κρατική χρηματοδότηση (δηλαδή σε χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου) για τις εκλογικές και λειτουργικές δαπάνες τους (Σ29) ενώ στο πλαίσιο της τακτικής τους χρηματοδότησης, προβλέπεται (Ν.3023/2002) οικονομική ενίσχυση για την «ίδρυση και λειτουργία κέντρων ερευνών και μελετών, καθώς και τη διοργάνωση προγραμμάτων επιμόρφωσης των στελεχών τους.(…)». Πράγματι, λειτούργησαν και λειτουργούν τέτοια κέντρα. Αυτή η χρηματοδότηση δε, δεν έπαψε (ορθά) κατά την οικονομική κρίση. Ποια ήταν όμως η εποικοδομητική συνεισφορά τους στην ελληνική κοινωνία; Ποιο μήνυμα επικοινώνησαν τα κόμματα στα στελέχη, στα μέλη και στους ψηφοφόρους τους, όταν ο μέσος Έλληνας πολίτης αγνοεί τα στοιχειώδη σε σχέση με την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα της χώρας;
Η οικονομική κρίση έδωσε στη χώρα την ευκαιρία να επανιδρύσει τον εαυτό της, να υιοθετήσει τις βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών, να τις προσαρμόσει στο κοινωνικό της γίγνεσθαι και να διεκδικήσει μία καλύτερη θέση στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό απαιτεί ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης και άσκησης πολιτικής. Βασικά, προϋποθέτει την άσκηση πολιτικής και όχι μία στείρα κομματική αντιπαράθεση πάνω σε ανύπαρκτα διλήμματα.
Για να πούμε ότι έχουμε μάθει από τα λάθη μας, προηγείται να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι έχουμε κάνει λάθη. Όμως, η κομματική σκηνή της χώρας συνεχίζει στην προηγούμενη λογική. Περιμένει να απαλλαχθεί από τη σκληρή επιτήρηση των θεσμών για να επιδοθεί στις εκλογικά επιτυχημένες «οικονομικές» πολιτικές της. Συνεχίζει να μην προσπαθεί να κάνει το λαό συμμέτοχο στις αποφάσεις και χωρίς να εξηγεί την κατάσταση ώστε συγκροτημένα και ενωμένα να κινηθούμε προς το μέλλον. Συγκεκριμένα, κανείς δεν τολμάει να πει ότι στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, η ευρωπαϊκή έγκριση του κρατικού προϋπολογισμού είναι συμβατική δέσμευση. Ίσχυε πριν τα Μνημόνια και θα συνεχίζει να ισχύει μετά από αυτά κι αυτό γιατί η σύγκλιση οικονομικών πολιτικών λογίζεται ως απαιτούμενο θεσμικό μέτρο για την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης. Γιατί αυτό σημαίνει Ευρωπαϊκή Ένωση. Το έχουμε άραγε συνειδητοποιήσει ως λαός και κομματικό σύστημα; Έχουμε γνώση του τι συνεπάγεται η ιδιότητα του κράτους – μέλους της ΕΕ;
Μάλλον όχι. Προσπαθούμε να θέσουμε σε κίνηση την οικονομία εκκινώντας από κρατικές πρωτοβουλίες, αγνοώντας επιδεικτικά (αν όχι στοχοποιώντας) το άτομο που προσπαθεί να δημιουργήσει και να επιχειρήσει. Συνεχίζουμε σε ένα μοντέλο συγκεντρωτικού κράτους αντί να προχωρήσουμε στην αποκέντρωση και την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων που μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα και τις πραγματικές δυνατότητές τους. Γιατί η αποκέντρωση αφαιρεί εξουσία και δύναμη από τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό και άρα αποδυναμώνει τον κομματικό έλεγχο στις πάσης φύσεως δομές.
Καταφεύγουμε στη λογική των δημόσιων επενδύσεων για να ενισχύσουμε τον κατασκευαστικό τομέα. Και ναι μεν υπάρχει ανάγκη να ενισχύσουμε τις δημόσιες υποδομές εφόσον επιθυμούμε να καταστήσουμε τη χώρα διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο,όμως χρειάζεται αυτές οι υποδομές να είναι ενταγμένες σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο. δεν μπορεί να είναι μόνο αυτή η οικονομική μας πολιτική. Παράδειγμα: δεν μπορείς να κατασκευάζεις λιμάνια χωρίς να τα εντάσσεις σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τουριστικής ή/και εμπορικής τους αξιοποίησης…
Περαιτέρω, απαιτείται μία πραγματική μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη χώρα σταθερά συνδέεται με το εντελώς καιροσκοπικό σκεπτικό να στείλουμε φοιτητές στην περιφέρεια για να κινηθεί το χρήμα μέσα στη χώρα, χωρίς όμως να αυξάνεται. Μιλάμε για απλή μετακίνηση κεφαλαίου και όχι αύξησή του. Κοροϊδεύουμε τους φοιτητές και τις οικογένειές τους. Λύση δεν είναι η ανέλεγκτη εισροή ιδιωτικών πανεπιστημίων ούτε ο πολλαπλασιασμός των κρατικών ιδρυμάτων, το ζητούμενο είναι ο εξορθολογισμός: να δημιουργήσουμε τμήματα και σχολές σύμφωνες προς τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και όχι να δημιουργούμε άνεργους πτυχιούχους στους οποίους δεν προσφέρουμε τα προσόντα και την κατάρτιση για να ενταχθούν απευθείας μετά τη λήψη του πτυχίου τους στην αγορά εργασίας.
Έπειτα: γεωργική παραγωγή. Η ελληνική αγροτική οικονομία συνεχίζει να (υπό)λειτουργεί, αποχαυνωμένη και εσωστρεφής, αποκομμένη από το διεθνές γίγνεσθαι.Στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, οι λύσεις και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα προκύπτουν από τις συνέργειες και την εξωστρέφεια, κοινώς: εμπορικές συναλλαγές. Εν προκειμένω, αυτό που ζητείται από το κράτος είναι να κατευθύνει, όχι να διεκπεραιώσει. Να ενεργοποιήσει και όχι να επαναπαύσει με επιδόματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παραγωγή λαδιού: Στην Ελλάδα, δεν έχουμε εγκαταστάσεις τυποποίησης και το πραγματικά εξαιρετικής ποιότητας λάδι μας στέλνεται στην Ιταλία και σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπου αναμειγνύεται με το δικό τους, αποδίδοντας πρόσθετο κέρδος σε αυτούς και όχι στον Έλληνα παραγωγό, ο οποίος φαίνεται και είναι εκτός διεθνούς πραγματικότητας γιατί δεν του έχουν δοθεί τα εργαλεία και δεν του έχει «επικοινωνηθεί» μία εναλλακτική λύση που θα μπορούσε να τον βγάλει από το αδιέξοδο και να αυξήσει σημαντικά τις απολαβές του. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε σχετική έρευνα της διαΝΕΟσις, η οποία μελετώντας τις ελληνικές εισαγωγές – εξαγωγές, καταγράφει το εξής: «το 2015, η Ιταλία απορρόφησε το 70% των ελληνικών εξαγωγών του ελαιολάδου σε χύμα μορφή. Οι Ιταλοί εξαγωγείς τυποποιούν το χύμα ελληνικό ελαιόλαδο και το επανεξάγουν ως ιταλικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μερίδιο της Ιταλίας στις εισαγωγές των ΗΠΑ (η δεύτερη μεγαλύτερη εισαγωγέας ελαιολάδου παγκοσμίως) ήταν 43,5% το 2015 ενώ της Ελλάδας μόλις 3,1%». Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος των διαφυγόντων κερδών;
Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι αν η χώρα μας, των δέκα εκατομμυρίων πολιτών (όσο ο πληθυσμός της πόλης του Πεκίνο δηλαδή…) θέλει να συνεχίσει να υφίσταται, πρέπει να αλλάξει ριζικά νοοτροπία, να αναλάβει τις ευθύνες της και να ενηλικιωθεί. Να διαφοροποιήσει το οικονομικό της μοντέλο και να το συντονίσει με τα διεθνή πρότυπα, αν δεν θέλει να καταστεί κράτος παρίας του διεθνούς συστήματος, μονίμως αιτούσα ελεημοσύνη από τους «ξένους» που αγαπά να μισεί.
*Η Χριστιάννα Δ. Λιούντρη είναι πτυχιούχος Διεθνών Σχέσεων και τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών