Η σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ στην Αθήνα είναι ιστορικής σημασίας. Όχι μόνο γιατί αναμένεται η Κριστίν Λαγκάρντ να ανακοινώσει ότι σταματούν μέχρι νεωτέρας οι αυξήσεις των επιτοκίων αλλά και γιατί το πιθανότερο είναι η Τράπεζα της Ελλάδος να φιλοξενήσει ξανά τα στελέχη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ το μακρινό 2042.
Στη σημερινή συνέντευξη Τύπου, η Λαγκάρντ αναμένεται να σημειώσει ότι οι προβλέψεις των αναλυτών της ΕΚΤ για την οικονομία που δημοσιεύτηκαν τον Σεπτέμβριο παραμένουν αμετάβλητες. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο βαθμός αβεβαιότητας που συνοδεύει τις προβλέψεις, εξαιτίας του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Αποτέλεσμα θα είναι το διοικητικό συμβούλιο να υπερψηφίσει την παύση των επιτοκίων, επιβεβαιώνοντας ότι στα τρέχοντα επίπεδα τα επιτόκια μπορούν να οδηγήσουν τον πληθωρισμό στο 2% το 2025. Θα αφήσει ταυτόχρονα την πόρτα… ορθάνοιχτη για νέες αυξήσεις στην περίπτωση που επιδεινωθεί το outlook του πληθωρισμού.
Η ΕΚΤ βλέπει ότι στο μέτωπο του πληθωρισμού τα σινιάλα είναι ανάμεικτα. Από τη μία πλευρά ο δομικός πληθωρισμός εμφανίζει αναπάντεχη εξασθένηση, όμως την ίδια ώρα αυξάνεται η πιθανότητα αναθέρμανσης του γενικού πληθωρισμού λόγω των προσδοκιών για αύξηση των ενεργειακών τιμών με φόντο και τη Μέση Ανατολή. Είναι σαφές ότι ψηλά στη λίστα βρίσκονται οι εξελίξεις στο Ισραήλ και στη Γάζα. Από τις προηγούμενες προβλέψεις των αναλυτών της ΕΚΤ και κυρίως από την ημέρα που η Χαμάς εξαπέλυσε τρομοκρατική επίθεση κατά του Ισραήλ, οι τιμές του πετρελαίου έχουν ενισχυθεί κατά 10% και του φυσικού αερίου κατά 20%. Όσο ανεβαίνουν οι ενεργειακές τιμές τόσο απειλείται η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και αυξάνονται τα ρίσκα για αναθέρμανση του πληθωρισμού.
Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ συμφωνούν ότι διαφωνούν σε αρκετά ανοιχτά ζητήματα, τα οποία θα βρεθούν επί τάπητος στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, όταν θα δημοσιευτούν οι επόμενες προβλέψεις των αναλυτών της για την οικονομία. Μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου που είναι προγραμματισμένη η επόμενη συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική στη Φρανκφούρτη, η εικόνα θα είναι πιο ξεκάθαρη τόσο για τις οικονομικές προοπτικές όσο και για τις επιπτώσεις των εχθροπραξιών στη Μέση Ανατολή.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι θα συζητηθούν και τα θέματα της επανεπένδυσης των κεφαλαίων του προγράμματος PEPP καθώς και η πρόταση των «γερακιών» για αύξηση των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών. Όμως για τα δύο αυτά ζητήματα δύσκολα θα μας κάνει πιο σοφούς η μαντάμ Λαγκάρντ. Το πρώτο ζήτημα θα συζητηθεί εκτενέστερα στο επόμενο δίμηνο, ενώ το θέμα των αποθεματικών δεν συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες να περάσει γιατί υπάρχουν ήδη σημαντικές αντιδράσεις.
Οι περισσότεροι επενδυτικοί οίκοι εκτιμούν ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν μιλάμε για προσωρινή παύση αλλά για το οριστικό τέλος του κύκλου αύξησης των επιτοκίων. Και αυτό γιατί η ευρωπαϊκή οικονομία οδεύει σε ύφεση με βάση τους πρόδρομους δείκτες και ο δομικός πληθωρισμός που μέχρι πρότινος ήταν εκνευριστικά επίμονος και δικαιολογούσε τις διαδοχικές αυξήσεις αρχίζει να παίρνει την κατιούσα.
Ναι μεν υπάρχει ο κίνδυνος ανοδικών πιέσεων στις τιμές μέσω του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ωστόσο δεν είναι κάτι που πρέπει να προεξοφλήσει αυτή τη στιγμή το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα διατηρηθεί στο 4% έως το δ’ τρίμηνο του 2024 όταν θα πραγματοποιηθεί η πρώτη μείωση. Όσο για την επανεπένδυση των κεφαλαίων του PEPP, προβλέπει ότι θα περιοριστούν στα 10 δισ. ευρώ το μήνα, πριν τερματιστούν στο γ’ τρίμηνο του 2024, αντί για το τέλος του 2024 που είναι προγραμματισμένη η λήξη του.