Η ελληνική οικονομία μπορεί να βρισκόταν σε ισχυρή ανάκαμψη πριν το ξέσπασμα της επιδημίας και να ανέμενε ανάπτυξη έως και 2,8% το 2020 όμως το γεγονός ότι εμφανίζει μία σειρά ιδιαίτερων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών, όπως το μεγαλύτερο κενό παραγωγής (η διαφορά μεταξύ του ΑΕΠ και του δυνητικού ΑΕΠ) την καθιστά ως την πιο ευάλωτη μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης απέναντι στον κορονοϊό.
Το liberal παρουσιάζει ανάλυση της Oxford Economics για τις «αντοχές» επιλεγμένων οικονομιών της Ευρωζώνης απέναντι στις οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού. Οι τέσσερις παράγοντες που θα καθορίσουν το μέγεθος της οικονομικής ζημιάς που θα υποστεί κάθε χώρα είναι το σοκ στην προσφορά εργασίας, το σοκ στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η ικανότητα των δημόσιων συστημάτων υγείας και η σύνθεση κάθε τομέα.
Η επιδημία εκτιμάται ότι θα επηρεάσει σημαντικά τις εφοδιαστικές αλυσίδες, τον κλάδο του τουρισμού και της φιλοξενίας, τη βιομηχανία, τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, ενώ ο οίκος εξετάζει και στοιχεία όπως το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών, η ταχύτητα του διαδικτύου και η διαθεσιμότητα κλινών σε νοσοκομεία για να καταλήξει σε μία συνολική βαθμολογία για το πόσο θωρακισμένη είναι κάθε οικονομία.
Συνολικά, η Ελλάδα εμφανίζει το χειρότερο σκορ και ακολουθεί από κοντά η Ιταλία και η Πορτογαλία. Σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της πανδημίας βρίσκονται χώρες όπως η Ιρλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία αλλά τις μεγαλύτερες αντοχές εμφανίζουν Γερμανία και Γαλλία.
Η Ελλάδα έχει τη μικρότερη έκθεση στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία και το χαμηλότερο ποσοστό μεταποίησης ως προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Όμως την ίδια ώρα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στην Ευρωζώνη και επίσης το υψηλότερο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων.
Οι οικονομίες της περιφέρειας της Ευρωζώνης διαθέτουν κατά μέσο όρο σχετικά μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων, περισσότερους αυτοαπασχολούμενους και μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών ηλικίας άνω των 65 ετών. Η δομή της καταναλωτικής δαπάνης σε αυτές τις οικονομίες κάνει ακόμη πιο αισθητή την ευπάθειά τους. Όσο θα αυξάνονται τα περιοριστικά μέτρα, όπως το κλείσιμο των καταστημάτων και η απαγόρευση της κυκλοφορίας, τόσο θα πλήττεται η καταναλωτική δαπάνη.
Στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας είναι υψηλότερο το ποσοστό της κατανάλωσης που κινδυνεύει με «αφανισμό» καθώς τα ξενοδοχεία, η εστίαση και ο ευρύτερος κλάδος του τουρισμού αντιστοιχούν σε μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι χώρες που βρίσκονται ήδη σε αδύναμη θέση θα χτυπηθούν περισσότερο και στη χειρότερη θέση βρίσκεται η Ελλάδα, της οποίας το κενό παραγωγής ξεπερνά το 10% του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι λειτουργεί πολύ χαμηλότερα από τις πραγματικές της δυνατότητες.