Το μηνιαίο ραντεβού με τις ανακοινώσεις του υπουργείου εργασίας των ΗΠΑ σχετικά με τις πληθωριστικές τάσεις του προηγούμενου μήνα μας απασχόλησε χθες το απόγευμα.
Η ανακοίνωση των 15:30 (δική μας ώρα) δεν πρόσφερε μεγάλες συγκινήσεις όπως έχει γίνει άλλες φορές την τελευταία διετία. Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν διέφεραν ελάχιστα από αυτά που περίμεναν οι αναλυτές, οι οικονομολόγοι και οι επενδυτές. Ο ονομαστικός πληθωρισμός ήταν λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο και στην ετήσια μεταβολή, 3,7% αντί για 3,6% και στη μηνιαία, 0,4% αντί για 0,3% αλλά αυτό δεν ενόχλησε ιδιαιτέρως τις αγορές οι οποίες δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα αντίστοιχα στοιχεία για τον δομικό πληθωρισμό.
Η ετήσια μεταβολή του δομικού πληθωρισμού, ο οποίος υπολογίζεται χωρίς την συμμετοχή των μεταβολών στις τιμές των καυσίμων και των τροφίμων, ήταν στο 4,1%, όπως ακριβώς αναμενόταν, όπως και η μηνιαία μεταβολή που ανήλθε στο 0,3%. Ο λόγος που οι επενδυτές δίνουν πιο μεγάλη σημασία στον δομικό πληθωρισμό είναι πολύ απλός: είναι το μέγεθος που προτιμούν να παρακολουθούν οι αξιωματούχοι και οι οικονομολόγοι της κεντρικής αμερικανικής τράπεζας, της Fed.
Όπως συμβαίνει εδώ και αρκετό καιρό, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του πληθωρισμού, και του ονομαστικού και του δομικού, προήλθε από τις αυξήσεις στο κόστος στέγασης. Παρά το γεγονός πως οι μεταβολές του κόστους στέγασης εξακολουθούν να είναι μεγάλες, στην πράξη δεν ανησυχούν και πολύ τις αγορές, καθώς υπολογίζονται με βάση τα ενοίκια πριν μερικούς μήνες και όχι τα τωρινά, πράγμα που σημαίνει πως σύντομα θα πάψουν να επιβαρύνουν τόσο πολύ τον πληθωρισμό αφού το κόστος ενοικίασης έχει αρχίσει να υποχωρεί. Ταυτόχρονα με τα στοιχεία για τον πληθωρισμό ανακοινώθηκαν και τα εβδομαδιαία στοιχεία σχετικά με τις νέες αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας, τα οποία δίνουν μία εικόνα για την κατάσταση της αγοράς εργασίας. Αυτά ήταν ελάχιστα μικρότερα των αναμενομένων, κάτι που παραπέμπει σε μία ανθεκτική αγορά.
Η αρχική αντίδραση των αγορών ήταν κάπως αρνητική και οι ενδείξεις για το άνοιγμα του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης χειροτέρεψαν ελαφρά μόλις ανακοινώθηκαν τα στοιχεία του πληθωρισμού, μάλλον σαν αυτόματη αντίδραση στην ελαφρώς μεγαλύτερη του αναμενομένου μέτρηση για τον ονομαστικό πληθωρισμό. Μετά το άνοιγμα των αγορών η κατάσταση βελτιώθηκε και οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες πέρασαν σε ελαφρά θετικό έδαφος.
Στην συνέχεια όμως τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο και οι βασικοί δείκτες πέρασαν σε πτωτικό έδαφος πλησιάζοντας κάποια στιγμή σε απώλειες το 1%. Βασική αιτία της αλλαγής αυτής ήταν η σταδιακή άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου. Για το δεκαετές ομόλογο η άνοδος ήταν αρκετά σημαντική, καθώς από το 4,55% στην αρχή της συνεδρίασης η απόδοσή του ξεπέρασε αργότερα και το 4,70%. Η απόδοση των διετών ομολόγων ξεπέρασε και πάλι ανοδικά το 5,00% ενώ σημαντική άνοδο σημείωσε η απόδοση και των 30ετών ομολόγων. Όπως ξέρουμε, η άνοδος των αποδόσεων ποτέ δεν είναι ευχάριστη για τις αγορές μετοχών.
Γιατί όμως ανέβηκαν οι αποδόσεις αν στην ουσία δεν υπήρχε κάτι νέο που δεν περίμεναν οι αγορές; Διαβάζοντας τα σχετικά άρθρα στο Barron’s, το Reuters και το Bloomberg και τις δηλώσεις αρκετών παραγόντων της αγοράς προς τους δημοσιογράφους είναι φανερό πως αυτά τα στοιχεία δεν περιείχαν καμία πραγματικά αρνητική έκπληξη.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μάθαμε και κάτι πραγματικά ευχάριστο. Η πλειοψηφία των αναλυτών που εξέφρασαν τις απόψεις τους πιστεύει πως δεν μάθαμε κάτι καινούριο που θα τους κάνει να αλλάξουν τις εκτιμήσεις τους για τις μελλοντικές κινήσεις της Fed στο μέτωπο του ορισμού των επιτοκίων αναφοράς. Κανείς από αυτούς δεν βλέπει πιθανή μία μείωση των επιτοκίων αναφοράς πριν το δεύτερο μισό του 2024 ενώ λίγοι αποκλείουν κατηγορηματικά μία ακόμα αύξηση των επιτοκίων μέχρι το τέλος του χρόνου.
Με λίγα λόγια, όλοι συμφωνούν πως η νομισματική πολιτική της Fed θα παραμείνει περιοριστική για πολλούς μήνες ακόμα, κάτι που σημαίνει πως έχουν πλέον πειστεί από τους αξιωματούχους της Fed που το τονίζουν εδώ και αρκετό καιρό. Ο λόγος για τον οποίον έχουν πειστεί είναι συνδυασμός δύο παραγόντων: της επιμονής του πληθωρισμού ο οποίος παραμένει πολύ παραπάνω από το επιθυμητό 2% παρά την σημαντική πτώση από τα πολύ υψηλότερα επίπεδα του 2022 και της πολύ ανθεκτικής εικόνας της αγοράς εργασίας και γενικότερα της οικονομίας.
Αν κάτι από αυτά τα δύο δεν αλλάξει τότε οι πιθανότητες μείωσης των επιτοκίων αναφοράς πριν το τέλος του 2024 θα παραμείνουν πολύ μικρές και οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών δανειακών τίτλων θα εξακολουθούν να βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαπενταετίας. Αυτή η προοπτική δεν είναι και πολύ ευχάριστη, καθώς όλοι γνωρίζουν πως η επίδραση των υψηλών επιτοκίων και του αυξημένου κόστους χρήματος στην οικονομία και τις επιδόσεις των επιχειρήσεων δεν έχει αρχίσει να φαίνεται ακόμα στο σύνολό της.
Φαίνεται λοιπόν πως παρά το γεγονός πως οι αναλυτές και οι επενδυτές περίμεναν να ακούσουν αυτά που τελικά άκουσαν, στην ουσία είχαν ελπίδες για κάτι ελαφρά καλύτερο, κάτι που ίσως θα έκανε τους αξιωματούχους της Fed να μαλακώσουν την στάση τους πιο γρήγορα και να μην περιμένουν μέχρι τουλάχιστον το φθινόπωρο του 2024 για να αρχίσουν την πορεία μείωσης των επιτοκίων. Σήμερα έγινε για μία άλλη φορά φανερό πως όσο ο πληθωρισμός επιμένει οι επενδυτές και οι αγορές δεν πρόκειται να κοιμούνται ήσυχα.