Του Βασίλη Γεώργα
Με τα πρόσθετα μέτρα των 4,9 δισ. ευρώ που θεσμοθετούνται προκαταβολικά για να θρέψουν τα πρωτογενή πλεονάσματα των επόμενων χρόνων, το σαμάρι της Ελλάδας φορτώνεται πλέον με βάρη που πολύ δύσκολα θα μπορέσει να σηκώσει. Οι Έλληνες πολίτες και οι «μνημονιακές» κυβερνήσεις που πέρασαν συμπεριλαμβανομένης της σημερινής, έχουν κάνει και με το παραπάνω το καθήκον τους για να διασφαλίσουν ότι τα δανεικά της Γερμανίας, της υπόλοιπης ευρωζώνης και του ΔΝΤ είναι ασφαλή.
Με μεγάλες θυσίες, ατομικό και συλλογικό κόστος, η Ελλάδα έχει πετύχει το ακατόρθωτο τα τελευταία οκτώ χρόνια. Είναι πλέον μια δημοσιονομικά πλεονασματική χώρα, υγιέστερη από πολλές άλλες ελλειμματικές οικονομίες της ευρωζώνης, αλλά με το βρόχο της υπερχρέωσης, της αποεπένδυσης, της οικονομικής στασιμότητας και της απομόνωσης από τις αγορές, να της κρατά σφιγμένο το λαιμό σε βαθμό ασφυξίας.
Η ευρωζώνη και το ΔΝΤ οφείλουν πλέον να προχωρήσουν στην ελάφρυνση του χρέους για την οποία είχαν δεσμευτεί προς την Ελλάδα ήδη από την περίοδο Σαμαρά. Έκτοτε, μνημόνιο στο μνημόνιο η Ελλάδα έχει εφαρμόσει ή δρομολογήσει πάνω από 25 δισεκατομμύρια περικοπών και νέων φόρων για να διορθώσει με σκληρή λιτότητα την οικονομία της και να ακολουθήσει το μονοπάτι που της υπέδειξαν άλλοτε λάθος και άλλοτε ορθά οι δανειστές.
Τώρα, όπως σωστά επιμένει να επαναλαμβάνει η κυβέρνηση, είναι η σειρά των δανειστών να πράξουν αυτό που τους αναλογεί δρομολογώντας τις αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μετά το 2018, με τις παραμετρικές παρεμβάσεις για τις οποίες διαφωνούν πάνω από πέντε χρόνια το ΔΝΤ και το Βερολίνο.
Το ελάχιστο που περιμένει κανείς να πράξουν οι πιστωτές μας, είναι να συμπεριφερθούν όπως μια τράπεζα σε έναν καλόπιστο υπερχρεωμένο δανειολήπτη και να ελαφρύνουν τα μελλοντικά βάρη και να τον βοηθήσουν να ανακάμψει συνεκτιμώντας την οικονομική και κοινωνική του κατάσταση. Οι ελληνικές κυβερνήσεις και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -που θεωρητικά στηρίζει τη θέση μιας μεγάλης διαγραφής χρέους- έχουν αποδεχθεί και συμβιβαστεί με τον όρο πως δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους νέο «κούρεμα» στα ευρωπαϊκά δάνεια.
Ζητούμενο, όμως, είναι η επιμήκυνση μέρους του χρέους, η εξομάλυνση των λήξεων και η χρήση εργαλείων που κλειδώνουν σε χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια. Θα είναι η ελάχιστη διευκόλυνση ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους και σε συνδυασμό με την εγχώρια συνεισφορά των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 7 έως 10 δισ. ευρώ ετησίως, αυτό να καταστεί τεχνικά βιώσιμο για τα επόμενα χρόνια.
Η δέσμευση για το χρέος και η καταγραφή συγκεκριμένων λύσεων, δεν είναι πολιτικό ζήτημα για να καθυστερεί, να αναβάλλεται ή να γίνεται αντικείμενο «ανταλλαγμάτων».
Είναι ένα καθαρά αντικειμενικό θέμα από το οποίο εξαρτάται η επόμενη μέρα στη χώρα, ο τερματισμός των μνημονίων (ή η ένταξη μας σε καινούρια), και σε μεγάλο βαθμό η επιστροφή της χώρας σε τροχιά ανάκαμψης.
Από μόνο του το χρέος ενώ έχει τη σημασία του, δεν είναι πιο σημαντικό από την ανάπτυξη. Χωρίς αυτή και κυρίως χωρίς να προσελκύσεις δισεκατομμύρια νέων επενδύσεων, δεν μπορείς να έχεις ούτε πλεονάσματα, ούτε νέες δουλειές, ούτε ευημερία, ούτε εν τέλει χαμηλότερο χρέος.
Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει να χρεοκοπήσει άμεσα, αλλά αυτή τη στιγμή δεν διαθέτει ούτε και τον δημοσιονομικό χώρο για να τροφοδοτήσει ανάπτυξη με φοροαπαλλαγές και μειώσεις εισφορών κλπ, ενώ κανείς δεν μπορεί να την εμπιστευτεί σε βάθος χρόνου για να αγοράσει και να διακρατήσει τα ομόλογά της, ούτε να επενδύσει στην πραγματική οικονομία μακροπρόθεσμα.
Ο «οδικός χάρτης» για τον οποίο συζητάμε, ανεξάρτητα του αν και πότε θα εφαρμοστεί και τι ύψους ελάφρυνση μπορεί να περιλαμβάνει, είναι η μία και μοναδική προϋπόθεση ώστε να γνωρίζουν οι αγορές στις οποίες σταδιακά θα επιχειρήσει να επιστρέψει η Ελλάδα, τι κινδύνους καλούνται να επωμιστούν και ποιες είναι οι εγγυήσεις που λαμβάνουν. Αντίστοιχα είναι η ελάχιστη διασφάλιση για τους επενδυτές, εγχώριους και ξένους, ώστε να ξανακάνουν δουλειές στην Ελλάδα και να κινήσουν χρήματα μέσα από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Από μια ρύθμιση του χρέους μετά το 2018, ούτε οι πολίτες πρόκειται να ελαφρυνθούν άμεσα από τα βάρη, ούτε η οικονομία να αρχίσει να καλπάζει αυτόματα. Αντίθετα, και αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο σε όλους, η λιτότητα θα είναι για πολλά χρόνια αναπόσπαστο τμήμα την οικονομικής πολιτικής με δεδομένο ότι η Ελλάδα θα καλείται να πληρώνει μέχρι και το 15% έως 20% του ΑΕΠ της (πάνω από 30 δισ. ευρώ ετησίως) για να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της, όταν σήμερα το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο.
Με την αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, όμως, θα σταλεί το μήνυμα ότι το πρόβλημα αντιμετωπίζεται από την πλευρά των δανειστών κατά τρόπο ώστε να αποσοβηθεί το ρίσκο ενός ατυχήματος και να περιοριστεί το ενδεχόμενο να εμφανιστεί ξανά στο μέλλον ο κίνδυνος να πέσι η χώρα στα βράχια.
Το γεγονός ότι το 3ο Μνημόνιο των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ λήγει σε περίπου 15 μήνες από σήμερα και συνεπώς μέχρι τότε θα πρέπει να έχει ανοίξει η πρόσβαση στις αγορές για αυτόνομη χρηματοδότηση της χώρας, καθιστά επιτακτικό τον τερματισμό της διελκυστίνδας μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Βερολίνου.
Αν δεν βρεθεί μια μέση λύση που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές, το πρόβλημα θα το έχει και πάλι η Ελλάδα, η οποία ενώ έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανάλαβε και έχει κάνει τα περισσότερα από όσα τις ζητήθηκαν ακόμη και μετά την επικίνδυνη περιπέτεια των τελευταίων 2 ετών, θα βρεθεί μετέωρη και χωρίς διασφαλισμένη χρηματοδότηση.
Αυτό σε μια εποχή που έχει ανοίξει η συζήτηση για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, θα είναι μια εξαιρετική επικίνδυνη εξέλιξη για τη χώρα.